-
1 αμείλικτος
-
2 ἀμείλικτος
-
3 αμειλικτος
-
4 αμείλικτος
ος, ον, αμείλιχτος, η, ο непреклонный, неумолимый, безжалостный -
5 αμείλικτος
[амиликтос] еж. неумолимый, беспощадный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αμείλικτος
-
6 αμείλικτος
[амиликтос] еж. неумолимый, беспощадный. -
7 ἀμείλικτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμείλικτος
-
8 ἀμείλικτος
ἀ-μείλικτος ( μειλίσσω): unsoftened, harsh, stern, relentless. (Il.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀμείλικτος
-
9 ἀμείλικτος
ἀ-μείλικτος, nicht erweicht, hart -
10 αμειλιχος
-
11 αμειλίκτως
-
12 ἀμειλίκτως
-
13 αμείλικτον
-
14 ἀμείλικτον
-
15 беспощадный
беспощадн||ыйприл ἀνελέητος, ἀμείλικτος, ἀνηλεής. -
16 неумолимый
неумолимыйприл ἀδυσώπητος, ἀμείλικτος, ἄκαμπτος, σκληρός:\неумолимый закон ὁ ἀδυσώπητος νόμος· \неумолимый человек ὁ ἄκαμπτος ἀνθρωπος. -
17 αμειλίκτοιο
-
18 ἀμειλίκτοιο
-
19 αμειλίκτοις
-
20 ἀμειλίκτοις
См. также в других словарях:
αμείλικτος — αμείλικτος, η, ο και αμείλιχτος, η, ο επίρρ. α αδυσώπητος, σκληρός: Στα ζητήματα αυτά λέγανε πως ήταν αμείλικτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμείλικτος — unsoftened masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμείλικτος — και χτος, η, ο (Α ἀμείλικτος, ον) [μειλίσσω] ο δίχως οίκτο, σκληρός, αυστηρός, άκαμπτος, ανελέητος … Dictionary of Greek
ἀμειλίκτως — ἀμείλικτος unsoftened adverbial ἀμείλικτος unsoftened masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμείλικτον — ἀμείλικτος unsoftened masc/fem acc sg ἀμείλικτος unsoftened neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμειλίκτοιο — ἀμείλικτος unsoftened masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμειλίκτοις — ἀμείλικτος unsoftened masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμειλίκτοισι — ἀμείλικτος unsoftened masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμειλίκτοισιν — ἀμείλικτος unsoftened masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμειλίκτου — ἀμείλικτος unsoftened masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμειλίκτους — ἀμείλικτος unsoftened masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)