-
1 πολεμ-αρχία
πολεμ-αρχία, ἡ, Amt od. Würde des πολέμαρ-χος, Sp., wie Polem. 1, 18.
-
2 σύν-αιμος
σύν-αιμος, = Folgdm; οἷς ὁμόϑεν εἶ καὶ γονᾷ ξύναιμος, Soph. El. 153; oft substantivisch, Bruder, Schwester, ὁ σὸς ξύναιμος, O. C. 1357, αὐτή τε χἠ ξύναιμος, Ant. 784, Eur. I. T. 774, λέ χος, Phoen. 824, auch Ζεύς als Beschützer der Blutsverwandtschaft heißt so. – Bei Ath. X, 452 c in einem Räthsel, σύναιμα ποιεῖν, mit Doppelsinn ( Aenigm. 8 in Anth. App. 117).
-
3 ταξί-αρχος
ταξί-αρχος, ὁ, Anführer einer größern Heeresabtheilung, Oberster, Feldhauptmann; Her. 8, 67; τῶν τελέων, 9, 42. – Bes. in Athen der Anführer einer τάξις, die eine φυλή stellte, also einer kleinern Schaar, dasselbe, was bei der Reiterei φύλαρ χος, Dem. 54, 5; Ac. Ach. 543 Av. 353; Thuc. 7, 60; Plat., Xen. u. Folgde, öfter.
-
4 τάξις
τάξις, ἡ, 1) das Ordnen oder Stellen, die Ordnung, Stellung, Anordnung, Einrichtung; τοῦ νομοϑέτου, Plat. Polit. 305 c; ἡ τῶν νόμων τάξις, Plut. Lyc. 4; ἐπιστήμης οὔτε νόμος οὔτε τάξις οὐδεμία κρείττων, Plat. Legg. IX, 875 c, u. öfter in dieser Vrbdg, τάξιν ποιεῖσϑαι, anordnen, Polit. 294 e; übh. Ordnung, Ggstz von ἀταξία, Tim. 30 a, so τάξεως καὶ κόσμου τυχοῦσα οἰκία, Gorg. 504 a, u. öfter. Bes. – a) die Aufstellung der Soldaten in Reih u. Glied oder in Schlachtordnung; Thuc. 7, 5, ὅπλα λαμβάνειν καὶ εἰς τάξιν τίϑεσϑαι, Xen. Hell. 6, 5, 28; ἐν τάξει ἔχειν, An. 1, 7, 20, τάξιν ποιεῖν, Cyr. 7, 1, 5. – b) die Bestimmung, Festsetzung, φόρου, Auferlegung eines Tributs. – 2) das Geordnete, Gestaltete, bes. – a) bei den Soldaten Reih und Glied. Schlachtordnung; Her 1, 82. 9, 26. 27; εἰς μάχην καὶ δορὸς τάξιν μολεῖν, Eur. Phoen. 701; τάξιν φυλάσσων, Rhes. 664; στρατὸν ἐπὶ τάξεσιν ὄντα, Bacch. 303; ἐς τάξιν καϑίστασϑαι, ἀνάγειν, Thuc. 4, 93; Ar. Av. 400; τάξιν διασπᾶν, Thuc. 5, 70; eine Abtheilung Soldaten, ξὺν ἑπτὰ τάξεσιν, Soph. O. C. 1313, Her. 6, 111; bes. in Athen die Abtheilung des Fußvolks, die eine jede φυλή ins Feld stellen mußte und die der ταξίαρ χος befehligte, Lys. 16, 16, bei den Folgdn bald größere, bald kleinere Schaar, Xen. An. 1. 2, 46 u. öfter, vgl. 6, 3. 11 Cyr. 2, 1, 25. – Allgemeiner, φιλία γὰρ ἥδε τάξις, Aesch. Prom. 128, die Schaar; auch Sp. – b) der in der Schlachtordnung angewiesene Platz, Posten; Her. 1, 82. 9, 26. 27 u. sonst; τὴν τάξιν λείπειν, Plat. Apol. 29 a; ᾑ ἕκαστος τήν τάξιν ἔχει, Xen. An. 4, 3, 29, u, öfter, τάξιν διαφυλάττειν, Cyr. 5, 3, 43, Folgde. – Uebh. Platz, Stellung im bürgerlichen Leben, Rang u. dgl.; καίπερ ὑπὸ χϑόνα τάξιν ἔχουσα, Aesch. Eum. 374; Αἴαντος, ἔνϑα τάξιν ἐσχάτην ἔχει, Soph. Ai. 4; Xen. Mem. 2, 1, 7; τῆς τάξεως μὴ παραχωρεῖν, ήν οἱ ὑμέτεροι πρόγονοι κτησάε μενοι κατέλιπον, Dem. 3, 36; ὡς τίνα τάξιν ἑαυτὸν ἔταξεν Αἰσχίνης ἐν τῇ πολιτείᾳ, welche Stellung nahm er ein, 19, 9; ἐν ἐχϑροῠ τάξει, in der Eigenschaft eines Feindes, als Feind, 20, 81; vgl. εἰς ὑπηρέτου σχῆμα καὶ τάξιν προελήλυϑεν ἡ πόλις, 23, 210; ὕστερον ὃν τῇ τάξει, der Zeit, der Ordnung nach, πρότερον τῇ δυνάμει, 3, 15; ἡ τοῦ δικαίου τάξις, 14, 35; οὐδ' ἐν ἐπηρείας τάξει καὶ φϑόνου τοῦτο ποιεῖν, 18, 13; τὴν τῆς εὐνοίας τάξιν ἐν τοῖς δεινοῖς οὐκ ἔλιπον, 18, 173, u. öfter so zur Umschreibung dienend; κατασκόπου τάξιν ἔχων, Pol. 4, 3, 7, vgl. 3, 20, 5; u. so auch Sp.
-
5 φρήτρ-αρχος
φρήτρ-αρχος, ὁ, ion. = φράτραρχος, φρατίαρ-χος, Inscr.
-
6 ἐργο-λαβέω
ἐργο-λαβέω, eine Arbeit für einen bedungenen Lohn übernehmen, ἀνδριάντας Xen. Mem. 3, 1, 2; τεῖ. χος Plut. Pericl. 13; bes. des Gewinnes wegen, vgl. Dem. 24, 161, δι' ὧν ἠργολάβει, 25, 47; τινὶ ἐφ' ὑμᾶς, Aesch. 1, 173; dah. οἱ τὰ μειράκια ἐργολαβοῦντες, von den Lehrern der Philosophie, Alciphr. 3, 55; übh. seinen Gewinn suchen, bes. durch schlechte Künste, σοφιστοῦ ἐργολαβοῦντος τὰ τοιαῦτα νομίζων ἐγκώμια εἶναι Aesch. 2, 112; ἐν τοῖς κηρύγμασι 3, 33. Bei Sp., wie D. Cass., = pachten. – Das med. hat Polyaen. 6, 51.
-
7 ὑπ-εύθῡνος
ὑπ-εύθῡνος, rechenschaftspflichtig, bes. der dem Staate wegen eines verwalteten Amtes Rechenschaft schuldig ist, verantwortlich; ἀρχή, im Gegensatz von μουναρχίη, Her. 3, 80, wie Aesch. τραχὺς μόναρ-χος, οὐδ' ὑπεύϑυνος κρατεῖ, Prom. 324; ὑπ. πόλει Pers. 209; παραίνεσις, Thuc. 3, 43; im Heliasteneide, Dem. 24, 150. Ueberh. unterworfen, abhängig, nicht sein eigner Herr, τὸ δούλων σῶμα ὑπεύϑυνον τῶν ἀδικημάτων id. 24, 167; auch = schuldig, τινός, Antiph. 6, 43; Luc. salt. 27; – τινί, unterworfen, τιμωρίᾳ Lycurg. 148, κινδύνῳ 129; vgl. Dem. 18, 189; τῷ συκοφάντῃ Aesch. 2, 170.
-
8 πολεμαρχία
πολεμ-αρχία, ἡ, Amt od. Würde des πολέμαρ-χος -
9 ταξίαρχος
ταξί-αρχος, ὁ, Anführer einer größerern Heeresabteilung, Oberster, Feldhauptmann. Bes. in Athen der Anführer einer τάξις, die eine φυλή stellte, also einer kleinern Schar, dasselbe, was bei der Reiterei φύλαρ χος -
10 τάξις
τάξις, ἡ, (1) das Ordnen oder Stellen, die Ordnung, Stellung, Anordnung, Einrichtung; τάξιν ποιεῖσϑαι, anordnen; übh. Ordnung, Ggstz von ἀταξία. Bes. (a) die Aufstellung der Soldaten in Reih u. Glied oder in Schlachtordnung; (b) die Bestimmung, Festsetzung, φόρου, Auferlegung eines Tributs; (2) das Geordnete, Gestaltete, bes. (a) bei den Soldaten Reih und Glied. Schlachtordnung; eine Abteilung Soldaten; bes. in Athen die Abteilung des Fußvolks, die eine jede φυλή ins Feld stellen mußte und die der ταξίαρ χος befehligte, bald größere, bald kleinere Schar. Allgemeiner: φιλία γὰρ ἥδε τάξις, die Schar; (b) der in der Schlachtordnung angewiesene Platz, Posten. Übh. Platz, Stellung im bürgerlichen Leben, Rang; ἐν ἐχϑροῠ τάξει, in der Eigenschaft eines Feindes, als Feind; ὕστερον ὃν τῇ τάξει, der Zeit, der Ordnung nach
См. также в других словарях:
μείλιχος — και αιολ. τ. μέλλιχος, ον (Α) 1. πράος, ήπιος, γλυκός, μειλίχιος (α. «πᾱσιν γὰρ ἐπίστατο μείλιχος εἶναι ζωὸς ἐών», Ομ. Ιλ. β. «ἔκ δ ἄρα δεσποίνης οὐ μείλιχον ἔστιν ἀκοῡσαι οὔτ ἔπος οὔτε τι ἔργον», Ομ. Οδ.) 2. επίθετο τής Λητούς, τού Ύπνου και τής … Dictionary of Greek
στέλεχος — Στη φυτολογία σ. είναι συνώνυμο του βλαστού, που χρησιμοποιείται περισσότερο στην περίπτωση των ποωδών φυτών. Λέγεται και καυλός. Πρόκειται για το όργανο στήριξης στα ανώτερα φυτά. Πάνω σ’ αυτόν βρίσκονται γενικά διάφορα όργανα και κυρίως τα… … Dictionary of Greek
АФИНА ПАЛЛАДА — • Παλλὰς Άθήνη, Άθηναίη, Άθηνα̃, дочь сильного отца (Όβριμοπάτρη, Ноm. Od. 1, 101), Зевса, не имевшая матери. Гесиод (Hesiod. theog. 886 слл. ср. Hom. hymn. 28. ει̉ς Άθηνα̃ν) говорит, что она родилась из головы Зевса, после того как… … Реальный словарь классических древностей
σέλαχος — (I) ο, Ν ζωολ. παλαιότερη λόγια ονομασία για το σελάχι. (II) άχεος, τὸ, Α συν. στον πληθ. τὰ σελάχη ο σέλαχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός με επίθημα χος (πρβλ. τέμα χος, τάρι χος) από την λ. σέλας*, πιθ. λόγω τής φωσφορίζουσας ακτινοβολίας… … Dictionary of Greek
τέμνω — (I) ΝΜΑ, και τέμω και επικ. και ιων. και δωρ. τ. τάμνω Α 1. κόβω, σχίζω, τεμαχίζω (α. «τέμνοντα όργανα» β. «τοιοῡτον τμήμα τέμνεται τὸ τεμνόμενον, οἷον τὸ τέμνον τέμνει;», Πλάτ.) 2. (για ποταμό ή οροσειρά) διαιρώ, χωρίζω (α. «η οροσειρά τέμνει… … Dictionary of Greek
АТТИКА — • Attĭca, ή Άττική (от ακτή, вместо ακτική), называлась раньше также Άκτή, «прибрежная страна», а у поэтов Μοψοπία, или Ίωνία, или Ποσειδωνια и была важнейшей из 8 областей, составлявших собственную (среднюю) Элладу. Она имела форму … Реальный словарь классических древностей
βήχω — (Μ βήχω, Α βήσσω και βήττω) έχω βήχα νεοελλ. μιμούμαι τον ήχο του βήχα συνθηματικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βήσσω < βηξ( χός), το δε βήχω < έβηξα, αόρ. του βήσσω, κατά το σχήμα: έβρεξα βρέχω, επρόσεξα προσέχω, έτρεξα τρέχω και με επίδραση του βήξ(… … Dictionary of Greek
κόψιχος — κόψιχος, ὁ (Α) 1. ο κότσυφας 2. είδος θαλάσσιου ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *kops(o) , η οποία προήλθε πιθ. από ηχομίμηση. Συνδέεται με το αρχ. σλαβ. kosu «κοτσύφι» (< *kopso ) και εμφανίζει κατάλ. ι χος (πρβλ. μείλ ι χος). Ο τ.… … Dictionary of Greek
μίαχος — (Α) (κατά τον Ησύχ.) 1. «μίασμα, ἀσέβημα» 2. «τὸ δυσῶδες». [ΕΤΥΜΟΛ. Από θ. μια τού μιαίνω, πιθ. με επίθημα χος (πρβλ. βόστρυ χος)] … Dictionary of Greek
μορύσσω — (Α) 1. μολύνω, λερώνω, βρομίζω 2. αναμιγνύω, ανακατώνω 3. μωλύνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μορύσσω και μόρυχος εμφανίζουν πιθ. την ετεροιωμένη βαθμίδα *mor( u ) τής ΙΕ ρίζας *mer «σκούρα χρώματα, βρόμικη κηλίδα» (με παρέκταση u ) και συνδέονται πιθ. με… … Dictionary of Greek
ουραχός — ο (Α οὐραχός) νεοελλ. ανατ. το ενδοκοιλιακό εξωπεριτοναϊκό τμήμα τού αλαντοειδούς πόρου στο έμβρυο, το οποίο πριν από τον τοκετό μεταπλάσσεται σε μέσο ομφαλοκυστικό σύνδεσμο αρχ. 1. ο αγωγός τών ούρων στο έμβρυο 2. το κορυφαίο άκρο τής καρδιάς 3 … Dictionary of Greek