-
1 χειμεριος
3 и 21) бурный, непогожий, ненастный(νότος Soph.; μῆνες Her.; νύξ Thuc.)
χειμέρια τὰ πράγματα Arph. — дела складываются тревожно2) зимний(ὥρη Hom., Hes.)
ἀκτὰ κυματοπλέξ χειμερία Soph. — берег, на который зимой набегают волны3) холодный(διάγειν τοῦ θέρους ἐν τοῖς χειμερίοις, sc. τόποις Arst.)
4) жестокий, мучительный(λύπη Soph.)
-
2 χειμέριος
3 бурный -
3 επακτος
21) нахлынувший(χειμέριος ὄμβρος Pind.)
2) привозной(σῖτος Thuc.)
τὰ ἐπακτά Thuc. — предметы ввоза3) иноземный, чужестранный, пришлый(ἐξ ἄλλης χθονός Eur.; ἐ. καὴ ἀλλόφυλος ἀρχή Plut.)
4) состоящий из иностранных наемников, наемный(στράτευμα Aesch.; στρατός Soph.; δύναμις Isocr.)
5) поступающий или привнесенный извне(ὕδωρ Arst., Diod.; πημονή Eur.; μανία Plat.)
6) добровольно причиненный(νόσημα Soph.)
7) навязываемый извне, вынужденный(ὅρκος Isocr.; πόλεμος Plut.)
8) чужойἐ. ἀνήρ Soph. — любовник
9) не врожденный, (благо)приобретенный(ἀρετή Her.)
-
4 ζοφος
ὅ1) мрак, тьма(χειμέριος Pind.; Ὄλυμπος παντὸς ζόφου κεχωρισμένος Arst.)
ὅ ζ. διελύθη Plut. — тьма рассеялась2) (тж. ὅ ζ. τοῦ σκότους NT.) вечная тьма, царство тенейἜρεβόσδε ὑπὸ ζόφον Hom. — во мрак Эреба;
Ἀΐδης ἔλαχε ζόφον Hom. — (когда мир делился между сыновьями Кроноса), Аид получил по жребию подземное царство3) закат, запад(ὅπῃ ζ., ὅπῃ ἠώς Hom.)
πρὸς ζόφον Hom. — на запад4) мрачность(τῆς ψυχῆς Plut.)
-
5 νάρκη
η1) спячка; дремота;χειμέριος νάρκη των ζώων — зимняя спячка животных;
μ' έπιασε (μιά) νάρκη — меня одолела дремота;
2) зоол, электрический скат;3) воен, мина;μαγνητική νάρκη — магнитная мина;
πεδίον νάρκών — минное поле;
φράγμα από νάρκες — минное заграждение;
νάρκη φραγμού — мина заграждения;
τοποθετώ νάρκες — минировать
-
6 χειμερινός
См. также в других словарях:
χειμέριος — wintry masc nom sg χειμέριος wintry masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμέριος — α, ο / χειμέριος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και χειμέριος Α ο χειμερινός νεοελλ. φρ. α) «χειμέρια νάρκη» βιολ. κατάσταση μειωμένης μεταβολικής δραστηριότητας και χαμηλής θερμοκρασίας, που εμφανίζεται τον χειμώνα σε ορισμένα θηλαστικά και σε ένα… … Dictionary of Greek
χειμέριος — α, ο ο χειμερινός: Έπεσε σε χειμέρια νάρκη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χειμεριώτερον — χειμέριος wintry adverbial comp χειμέριος wintry masc acc comp sg χειμέριος wintry neut nom/voc/acc comp sg χειμέριος wintry masc acc comp sg χειμέριος wintry neut nom/voc/acc comp sg χειμέριος wintry adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμεριωτάτων — χειμέριος wintry fem gen superl pl χειμέριος wintry masc/neut gen superl pl χειμέριος wintry fem gen superl pl χειμέριος wintry masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμεριώτατον — χειμέριος wintry masc acc superl sg χειμέριος wintry neut nom/voc/acc superl sg χειμέριος wintry masc acc superl sg χειμέριος wintry neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμερίως — χειμέριος wintry adverbial χειμέριος wintry masc acc pl (doric) χειμέριος wintry adverbial χειμέριος wintry masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμέριον — χειμέριος wintry masc acc sg χειμέριος wintry neut nom/voc/acc sg χειμέριος wintry masc/fem acc sg χειμέριος wintry neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμερίων — χειμέριος wintry fem gen pl χειμέριος wintry masc/neut gen pl χειμέριος wintry masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμεριωτάταις — χειμέριος wintry fem dat superl pl χειμέριος wintry fem dat superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμεριωτάτη — χειμέριος wintry fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) χειμέριος wintry fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)