Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

φωνή

  • 1 голос

    -а (-у), πλθ. голоса α.
    1. φωνή, φθόγγος•

    высокий голос ψηλή φωνή•

    низкий голос χαμηλή φωνή•

    тонкий голос ψιλή (λεπτή) φωνή•

    голос соловья φωνή αηδονιού•

    звонкий голос ηχηρή φωνή•

    глухой -υπόκωφη φωνή•

    мужской голос ανδρική φωνή•

    женский голос γυναικεία φωνή•

    узнать по -у γνωρίζω από τη φωνή•

    во весь голос μ’ όλη τη δύναμη της φωνής, στεντόρεια•

    прислушиваться к -у масс αφουγκράζομαι τη φωνή (γνώμη) των μαζών.

    2. (μουσ.) φωνή•

    второй голос δεύτερη φωνή.

    3. ήχος•

    голос ветра η βουή του ανέμου.

    4. μτφ. υπαγόρευση•

    голос рассудка η φωνή της λογικής•

    голос совести η φωνή της συνείδησης•

    голос крови η φωνή του αίματος (εσωτερική παρόρμηση εκδίκησης φόνου)•

    голос страсти η φωνή του πάθους.

    5. η ψήφος•

    право -а δικαίωμα ψήφου•

    решающий голос θετική ψήφος•

    совещательный голос συμβουλευτική ψήφος•

    лишать права на -а στερώ το δικαίωμα ψήφου (του εκλέγειν)•

    произвести подсчет -ов κάνω διαλογή των ψήφων•

    избрать большинством -ов εκλέγω με πλειοψηφία.

    εκφρ.
    в голос ή не своим -ом кричать, плакать – μεγαλόφωνα, δυνατά κράζω, κλαίω• (все) в один голос (όλοι) με μια φωνή, ομόφωνα•
    в -е (быть) – ηχώ καλά•
    с -а учить, запоминать – φωναχτά μαθαίνω, απομνημονεύω•
    с чужого -а говорить – είμαι μεγάφωνο άλλου, είμαι φερέφωνο, δεν έχω δική μου γνώμη.

    Большой русско-греческий словарь > голос

  • 2 голос

    голос
    м
    1. ἡ φωνή (тж. муз.), ἡ λαλιά:
    во весь \голос μεγαλόφωνα· петь вторым \голосом κάνω δεύτερη φωνή·
    3. (при голосовании) ἡ ψήφος:
    право решающего (совещательного) \голоса (τό) δικαίωμα θετικής (συμβουλευτικής) ψήφου· избирательный \голос ἡ ἐκλογική ψήφος· большинство́ \голосо́в ἡ πλειο(νο)ψηφία· подать \голос ὑποστηρίζω κάτι· ◊ в один \голос ὁμόφωνα, ὁμοφώνως, μέ μιά φωνή· поднять \голос в защиту кого́-л. ὑψώνω φωνή γιά τήν ὑπεράσπιση κάποιου· \голос совести ἡ φωνή τῆς συνείδησης.

    Русско-новогреческий словарь > голос

  • 3 залог

    I залог I м 1) (предмет) το ενέχυρο 2) перен.: \залог мира η εγγύηση της ειρήνης II залог II м гром. η φωνή* действительный (страдатель ный. средний) \залог η ενεργητική ( παθητική, μέση) φωνή
    * * *
    I м
    1) ( предмет) το ενέχυρο
    2) перен.

    зало́г ми́ра — η εγγύηση της ειρήνης

    II м грам.

    действи́тельный (страда́тельный, сре́дний) зало́г — η ενεργητική (παθητική, μέση) φωνή

    Русско-греческий словарь > залог

  • 4 залог

    залог I
    м
    1. (действие) ἡ ἐνεχυρίαση [-ις], ἡ ὑποθήκευση [-ις]·
    2. (предмет залога) τό ἐνέχυρο, ἡ ἐγγύηση [-ις], τ) ὑποθήκη / τό καπάρο (денежный):
    отдавать в \залогενεχυριάζω, βάζω ἐνέχυρο· выкупать из \залога ἐξαγοράζω τό ἐνέχυρο, ἀποσβήνω, ἐξαλείφω τήν ὑποθήκη· под \залог чего́-л. (о недвижимости) ὑποθηκεύω, βάζω ὑπο-θήκην освободить под \залог ἀπελευθερώνω μέ ἐγγύηση·
    3. перен ἡ ἐγγόηση [-ις]:
    \залог ми́ра ἡ ἐγγύηση τής είρήνης· \залог дружбы ἡ ἐγγύηση φιλίας· в \залог чего́-л. σάν ἐγγύηση.
    залог II
    м грам. ἡ φωνή:
    действительный \залог ἡ ἐνεργητική φωνή· страдательный \залог ἡ παθητική φωνή· средний \залог ἡ μέση φωνή.

    Русско-новогреческий словарь > залог

  • 5 звучать

    -чу, -чишь, μτχ. ενεστ. звучащий
    ρ.δ.
    1. ηχώ, σημαίνω•

    колокол -ит ηχεί η καμπάνα.

    2. αντηχώ, αντιλαλώ•

    -ат голоса αντιλαλούν φωνές.

    || είμαι εύηχος, έχω φωνή• ρο•

    звучать яль -ит неважно το πιάνο δεν έχει και τόσο καλή φωνή.

    || μτφ. εμφανίζομαι, φαίνομαι, προβάλλω, διακρίνομαι•

    в вопросе -ит сомнение στο ερώτημα φαίνεται κάποια αμφιβολία•

    в е голосе -ит радость στη φωνή της διακρίνετοα η χαρά•

    это -ит фальшиво αυτό είναι φανερό ψέμα.

    || κάνω την εντύπωση• συμπίπτω με•

    это утверадние -ит совсем не по-марксистки αυτή η άποψη δεν είναι καθόλου μαρξιστική.

    εκφρ.
    звучать в ушах (в памяти, в сердце) – ηχώ ακόμα στ αυτιά, διατηρούμαι ακόμα στη μνήμη, δεν ξεχνιέται.

    Большой русско-греческий словарь > звучать

  • 6 окрик

    α.
    1. φωνή, κραυγή, κλήση•

    он даже не обернулся на мой окрик αυτός ούτε καν γύρισε στην κραυγή μου.

    2. φωνή (απειλητική, διαταγής κ.τ.τ.) грубый окрик бюрократа η απότομη φωνή του γραφειοκράτη.

    Большой русско-греческий словарь > окрик

  • 7 поднять

    -ниму, -нимешь κ. подыму, подымешь, παρλθ. χρ. поднял
    -ла, -ло, παθ.. μτχ. παρλθ. χρ. поднятый, βρ: -нят, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σηκώνω, παίρνω από κάτω, αίρω•

    поднять ребёнок с полу σηκώνω το παιδάκι από το πάτωμα•

    поднять упавший платок σηκώνω το μαντήλι που έπεσε•

    опять поднять ξανασηκώνω.

    2. μτφ. είμαι σε θέση, αντέχω•

    я не могу поднять этот труд δεν σηκώνω αυτή τη δουλειά.

    || μτφ. ανασκαλίζω, ερευνώ, ψάχνω•

    поднять архив ανασκαλίζω το αρχείο.

    3. ανεβάζω•

    поднять ящик на чердак ανεβάζω το κΑ-βώτιο στη σοφίτα.

    || υψώνω•

    поднять русу σηκώνω το χέρι•

    поднять голову σηκώνω το κεφάλι.

    || ανυψώνω•

    поднять занавес σηκώνω την αυλαία.

    4. γιατρεύω, θεραπεύω, σηκώνω.
    5. εξεγείρω, ξεσηκώνω•

    народ ξεσηκώνω το λαό.

    || ξυπνώ, σηκώνω από τον ύπνο, από το κρεβάτι.
    (κυνηγ.) διώχνω από την κρύπτη, το λόζιο•

    собака -ла зайца и погнала его το σκυλί σήκωσε το λαγό και τον κυνήγησε.

    || κάνω να ανεβεί, να υψωθεί•

    поднять пыль σηκώνω σκόνη.

    || μτφ. διεγείρω, ερεθίζω, προκαλώ (αισθήματα, σκέψεις κ.τ.τ.).
    6. ξεσηκώνω•

    поднять восстание ξεσηκώνω επανάσταση•

    -шум ξεσηκώνω θόρυβο•

    поднять возню ξεσηκώνω ταραχή•

    поднять крик βγάζω κραυγή•

    поднять хохот ανακαγ-χάζω.

    || ανακινώ•

    поднять дело против кого-л. ανακινώ ζήτημα κατά κάποιου.

    7. υψώνω, ανεβάζω•

    поднять насыппь υψώνω το ανάχωμα.

    || μτφ. εξυψώνω•

    поднять в глазах общества εξυψώνω στα μάτιατης κοινωνίας (του κοινού).

    8. (μουσ.) υψώνω•

    поднять голос αναβάζω τη φωνή•

    поднять скрипку σηκώνω,το βιολί (κουρδίζω ψηλότερα)•

    поднять струну σηκώνω (τεντώνω) τη χορδή.

    9. μεγαλώνω, αυξαίνω•

    поднять давление пара ανεβάζω την πίεση του ατμού•

    поднять цены υψώνω τις τιμές.

    || μτφ. ανεβάζω•

    поднять дух ξεσηκώνω το ηθικό.

    10. ανορθώνω καλυτερεύω•

    поднять хозяйство ανορθώνω το νοικοκυριό.

    11. οργώνω χέρσα γη, ξεχερσώνω.
    12. ξεχωρίζω, κάνω κάτι να διακρίνεται καθαρότερα•

    поднять карту ξεχωρίζω στο χάρτη (με χρώμα).

    εκφρ.
    поднять глаза, взор – σηκώνω τα μάτια, υψώνω το βλέμμα•
    поднять голову – σηκώνω κεφάλι (αυθαδιάζω, παραθαρεύω)•
    поднять голос – υψώνω τη φωνή (-εναντιώνομαι)•
    поднять голос протеста – υψώνω φωνή διαμαρτυρίας•
    поднять меч ή оружие – αρχίζω ή ξεκινώ πρώτος τον πόλεμο, τη διένεξη άρχομαι χειρών αδίκων•
    - пары – σηκώνω ατμούς•
    перчатку – σηκώνω το γάντι (δέχομαι την πρόκληση για μονομαχία)•
    поднять петли – πιάνω τις (βγαλμένες) θηλειές (πλεκτού)•
    поднять шерст – ορθώνω τις τρίχες•
    поднять на воздух – τινάζω στον αέρα•
    поднять на смех кого – γελοιοποιώ κάποιον.
    1. ανεβαίνω, ανέρχομαι υψώνομαι, σηκώνομαι•

    поднять на крышу ανεβαίνω στη στέγη•

    поднять на гору ανεβαίνω στο βουνό•

    флаг -лся η σημαία υψώθηκε•

    рука -ла.сь το χέρι υψώθηκε.

    || αναπλέω.
    2. ανατέλλω, προβάλλω, βγαίνω•

    -лся месяц βγήκε το φεγγάρι.

    3. ανορθώνομαι, σηκώνομαι ορθός. || (για άρρωστο) θεραπεύομαι, σηκώνομαι. || μεγαλώνω, ωριμάζω, γίνομαι ενήλικος. || μτφ. ξανασηκώνομαι, ανορθώνομαι, αναλαβαίνω, ξαναστέκω στα πόδια (οικονομικά κ.τ.τ.).
    4. εγείρομαι•

    поднять с места σηκώνομαι από τη θέση.

    || φεύγω, αναχωρώ, πηγαίνω•

    поднять в сибирь φεύγω για τη Σιβηρία.

    || ξυπνώ σηκώνομαι (από τον ύπνο, το κρεβάτι). || πετώ προς τα πάνω, ανίπταμαι. || ξεσηκώνομαι, εξεγείρομαι•

    народ -лся против тирании ο λαός ξεσηκώθηκε κατά της τυραννίας•

    поднять на защиту родины ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση της πατρίδας.

    5. μτφ. αναφύομαι, ξεπροβάλλω, προκύπτω, γεννιέμαι, εμφανίζομαι•

    -лся вопрос προέκυψε ζήτημα.

    6. φουσκώνω (για ζυμάρι κ.τ.τ.).
    7. (μουσ.) υψώνομαι, σηκώνομαι, δυναμώνω.
    8. ανεβαίνω, ανέρχομαι•

    температура -лась η θερμοκρασία ανέβηκε•

    цены на товары -лись οι τιμές στα εμπορεύματα ανέβηκαν.

    || μτφ. καλυτερεύω, επανέρχομαι, επανακτώμαι•

    настроение -лось η διάθεση επανήλθε.

    || ταχτοποιούμαι κλπ. р; ενεργ, φ.

    Большой русско-греческий словарь > поднять

  • 8 голос

    голос м 1) η φωνή песня для двух голосов το τρα γούδι για δυο φωνές 2) (избирательный и т. л.) η, о ψή φος право \голоса το δικαίωμα ψήφου решающий \голос η απο φασιστική ψήφος совещательный \голос η συμβουλευτική ψήφος ◇ в один \голос ομόφω να
    * * *
    м
    1) η φωνή

    пе́сня для двух голосо́в — το τραγούδι για δυο φωνές

    2) (избирательный и т. п.) η, ο ψήφος

    пра́во го́лоса — το δικαίωμα ψήφου

    реша́ющий го́лос — η αποφασιστική ψήφος

    совеща́тельный го́лос — η συμβουλευτική ψήφος

    ••

    в оди́н го́лос — ομόφωνα

    Русско-греческий словарь > голос

  • 9 какой

    какой ποιος \какоййм образом? πώς; με ποιο τρόπο; \какой прекрасный голос! τι ωραία φωνή! \какойую книгу вы мне рекомендуете? ποιο βιβλίο μου συνιστάτε;
    * * *

    каки́м о́бразом? — πώς; με ποιο τρόπο

    како́й прекра́сный го́лос! — τι ωραία φωνή!

    каку́ю кни́гу вы мне рекоменду́ете? — ποιο βιβλίο μου συνιστάτε

    Русско-греческий словарь > какой

  • 10 крик

    крик м η φωνή, η κραυγή ◇ последний \крик моды η τελευταία λέξη της μόδας
    * * *
    м
    η φωνή, η κραυγή
    ••

    после́дний крик мо́ды — η τελευταία λέξη της μόδας

    Русско-греческий словарь > крик

  • 11 возвысить

    возвысить
    сов, возвышать несов книжн. ἀνεβάζω, ὑψώνω, σηκώνω ψηλά, ἀνοψώνω· ◊ \возвысить голос ἐντείνω (или ὑψώνω) τή φωνή, σηκώνω τή φωνή.

    Русско-новогреческий словарь > возвысить

  • 12 глас

    глас
    м (голос) уст., поэт. ἡ φωνή· ◊ \глас вопиющего в пустыне φωνή βοώντος ἐν τῆ ἐρήμω.

    Русско-новогреческий словарь > глас

  • 13 громовой

    громов||о́й
    прил прям., перен βροντερός, βροντώδης:
    \громовойые раскаты οἱ βροντές· \громовой голос ἡ βροντερή φωνή, ἡ στε-ντόρειος φωνή.

    Русско-новогреческий словарь > громовой

  • 14 полный

    полн||ый
    прил V (наполненный) πλήρης, γεμάτος, μεστός:
    \полный до краев παραγεμισμένος, ξεχειλισμένος· \полныйым \полныйό γεμἄτο φίσκα·
    2. (целый, весь) πλήρης, πλέριος, ἄρτιος:
    \полный комплект πλήρης συλλογή· \полныйое собра́ние сочинений τά ἀπαντα· в \полныйом составе ἐν σώματί
    3. (абсолютный) πλήρης, ἀπόλυτος, πλέριος:
    \полный покой ἡ ἀπόλυτη ἡσυχία· в \полныйой безопасности σέ πλήρη ἀσφάλεια, ἐν πλήρει ἀσφαλεία·
    4. (о человеке) παχύς, χοντρός / παχουλός (о ребенке) / πολύσαρ-κος, παχύσαρκος (толстый)· ◊ \полныйым голосом μ' ὀλη τή φωνή, στεντορεία τή φωνή· \полныйая луий ἡ πανσέληνος· \полныйая чаша ἡ ἀφθονία

    Русско-новогреческий словарь > полный

  • 15 проникновениеный

    проникновение||ный
    прил ἐμπνευσμένος:
    \проникновениеныйная речь ὁ ἐμπνευσμένος λόγος· \проникновениеныйный голос ἡ θερμή φωνή, φωνή γεμάτη πάθος.

    Русско-новогреческий словарь > проникновениеный

  • 16 альт

    -а и.-а, πλθ. альты α.
    1. άλτο, βαθιά παιδική ή γυναικεία φωνή.
    2. (μουσ.) η δεύτερη φωνή.
    3. άλτο (μουσικό όργανο).

    Большой русско-греческий словарь > альт

  • 17 возвысить

    -ышу, -ысишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. παλ. -ышенный, βρ: -шен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. παλ. υψώνω, ανυψώνω, κάνω κάτι ψηλότερο•
    2. μτφ. εξυψώνω, ανεβάζω.
    3. παλ. υπερτιμώ, υψώνω, ανεβάζω (τιμή, αξία κ.τ.τ.).
    4. (για φωνή) δυναμώνω, υψώνω, ανεβάζω,
    1. παλ. υψώνομαι, ανυψώνομαι, ανεβαίνω, ανέρχομαι•

    уровень воды значительно -лся η στάθμη του νερού ανέβηκε αρκετά.

    2. (για είδη)υπερτιμιέμαι, υψώνομαι, ανεβαίνω•

    цены на товары -лись οι τιμές στα εμπορεύματα ανέβηκαν.

    3. (γΐα φωνή) δυναμώνω, υψώνομαι, ανεβαίνω.

    Большой русско-греческий словарь > возвысить

  • 18 головной

    επ.
    1. κεφαλικός, του κεφαλιού•

    -ая боль κεφαλόπονος, πονοκέφαλος, κεφαλαλγία•

    головной мозг εγκέφαλος•

    головной платок κεφαλομάντηλο ή τσεμπέρι•

    головной убор καπέλλο•

    -ая вощь ψείρα του κεφαλιού•

    -ые нервы εγκεφαλικά νεύρα.

    2. ο επικεφαλής•

    головной батальон το επικεφαλής τάγμα,

    εκφρ.
    головной голос ή регистр – κεφαλική φωνή, φωνή κεφαλής, φάλτσε το.

    Большой русско-греческий словарь > головной

  • 19 клик

    α.
    κραυγή, φωνή•

    радостный клик χαρούμενη φωνή.

    || κρωγμός (πτηνών).

    Большой русско-греческий словарь > клик

  • 20 лёгкий

    επ., βρ: лёгок, легка, легко, легки κ. легки; легче, легчайший.
    1. ελαφρός•

    лёгкий чемодан ελαφρά βαλίτσα•

    лёгкий как перо ελαφρός σαν φτερό.

    || εύπεπτος•

    -ая пища ελαφρά τροφή.

    2. άνετος, ελεύθερος•

    -ая походка ελαφρό βάδισμα.

    3. εύκολος•

    лёгкий урок εύκολο μάθημα•

    -ая работа εύκολη δουλειά•

    -ие роды εύκολη γέννα.

    4. αδύνατος, ασήμαντος•

    лёгкий мороз ελαφρύ κρύο•

    лёгкий ветерок ελαφρό αεράκι•

    лёгкий туман αραιά ομίχλη.

    || λεπτός•

    -ая улыбка ελαφρό χαμόγελο.

    || μικρής έντασης, αδύνατος•

    -сон ελαφρός ύπνος.

    || μη δραστικός•

    -ое вино ελαφρό κρασί•

    лёгкий табак ελαφρός καπνός.

    || ακίνδυνος, μη σοβαρός•

    -ая простуда ελαφρό κρυολόγημα.

    5. επιφανειακός, επιπόλαιος, αβαθής, αναξιόλογος.
    6. βολικός, καλόβουλος•

    лёгкий человек βολικός άνθρωπος.

    7. μικρός, ευκίνητος•

    -ая артиллерия ελαφρό πυροβολικό•

    -ая кавалерия ελαφρό ιππικό.

    εκφρ.
    -ая промышленность ή индустрия – ελαφρά βιομηχανία•
    с -ой руки чьей – με το τυχερό χέρι κάποιου•
    - ая руки – ελαφρό χέρι (τυχερό)•
    лёгок (лёгкий) на ногу (ноги) – αλαφροπόδαρος (ακούραστος)•
    лёгок на помине – κατά φωνή κι ο γάιδαρος ή συν τη φωνή και ο Λάζαρος•
    -ое ή -о ли дело – (απλ.) δεν είναι παίξε-γέλασε•
    с -им паром – με υγεία σου (ευχή στον εξερχόμενο από το λουτρό του)•
    с -им сердцем – χωρίς πολύ σκέψη, άφοβα, με καθαρή την καρδιά ή τη συνεί-ση•
    женщина -го поведения – γυναίκα ελευθέρων ηθών (επιλήψημης διαγωγής).

    Большой русско-греческий словарь > лёгкий

См. также в других словарях:

  • φωνή — sound fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… …   Dictionary of Greek

  • φωνή — η 1. οήχος που παράγεται από το λάρυγγα και τη στοματική κοιλότητα ανθρώπων και ζώων. 2. κραυγή, ξεφωνητό, αναφώνηση: Φωνήν τρόμου η Ελλάδα σέρνει (Δ. Σολωμός). 3. οχλοβοή: Ακούγονταν φωνές, κακό, χαλασμός κόσμου. 4. η φωνή που τραγουδάει, φωνή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φωνῇ — φωνέω produce a sound pres subj mp 2nd sg φωνέω produce a sound pres ind mp 2nd sg φωνέω produce a sound pres subj act 3rd sg φωνή sound fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωνῆι — φωνῇ , φωνέω produce a sound pres subj mp 2nd sg φωνῇ , φωνέω produce a sound pres ind mp 2nd sg φωνῇ , φωνέω produce a sound pres subj act 3rd sg φωνῇ , φωνή sound fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωναῖς — φωνή sound fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωναῖσι — φωνή sound fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωναῖσιν — φωνή sound fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωναί — φωνή sound fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωνᾶς — φωνή sound fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωνᾷ — φωνή sound fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»