Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

φωνή

  • 121 веление

    ουδ.
    διαταγή, προσταγή, εντολή• υπαγόρευση• θέληση•

    по -ю сердца με εντολή της καρδιάς, γιατί το θέλει η καρδιά•

    веление судьбы, рока το γραφτό της τύχης, της ειμαρμένης•

    веление долга η φωνή του καθήκοντος.

    Большой русско-греческий словарь > веление

  • 122 верезг

    α.
    διαπεραστικός ήχος, φωνή, στριγγλιά, τσίρισμα.

    Большой русско-греческий словарь > верезг

  • 123 вибрировать

    -рую, -руешь, ρ.δ.
    δονώ, κραδαίνω, ταλαντώνω. || (για φωνή) πάλλω, τρέμω.

    Большой русско-греческий словарь > вибрировать

  • 124 властный

    επ., βρ: -тен, -тна, -тно
    1. κυρίαρχος, αυθεντικός, κύριος•

    не -ны мы в самих себе δεν είμαστε εμείς κύριοι του εαυτού μας.

    2. ο αρεσκόμενος να διατάζει•

    -человек άνθρωπος που του αρέσει να διατάζει.

    || προστακτικός• κυριαρχικός•

    властный голос προστακτική φωνή•

    властный взгляд κυριαρχικό βλέμμα.

    Большой русско-греческий словарь > властный

  • 125 внимать

    -аю, -аешь, κ. παλ. внемлю, внемлешь, προστκ. внимай κ. παλ. внемли κ. внемли, επιρ. μτχ. внимая κ. παλ. внемля
    1. (απλ.) ακούω•

    вдруг он внемлет... ξαφνικά αυτός ακούει... внимать голосу совести ακούω τη φωνή της συνείδησης

    2. συγκεντρώνω την προσοχή, έχω στραμμένη την προσοχή.

    Большой русско-греческий словарь > внимать

  • 126 возвратный

    επ.
    1. της επιστροφής, της επανόδου•

    возвратный путь οδός επιστροφής•

    на -ом пути στην επιστροφή, επιστρέφοντας.

    || υπόστροφος•

    возвратный тиф υπόστροφος τύφος.

    2. με επιστροφή•

    -ая ссуда δάνειο με επιστροφή.

    3. (γραμμ.):

    -ое местоимение αυτοπαθής αντωνυμία•

    возвратный глагол ρήμα παθητικό (παθητικής φωνής)•

    -ая форма глагола η παθητική φωνή•

    возвратно-средний глагол ρήμα μέσης διάθεσης•

    возвратный залог глагола η παθητική διάθεση του ρήματος.

    Большой русско-греческий словарь > возвратный

  • 127 вопль

    α.
    κραυγή, βοή, ξεφωνητό. || φωνή γοερή, κλαυθμός, ορυγμός.

    Большой русско-греческий словарь > вопль

  • 128 вполголоса

    επίρ.
    με μισή φωνή, ημίφωνα, σιγανά, χαμηλόφωνα•

    петь вполголоса σιγανοτραγουδώ.

    Большой русско-греческий словарь > вполголоса

См. также в других словарях:

  • φωνή — sound fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… …   Dictionary of Greek

  • φωνή — η 1. οήχος που παράγεται από το λάρυγγα και τη στοματική κοιλότητα ανθρώπων και ζώων. 2. κραυγή, ξεφωνητό, αναφώνηση: Φωνήν τρόμου η Ελλάδα σέρνει (Δ. Σολωμός). 3. οχλοβοή: Ακούγονταν φωνές, κακό, χαλασμός κόσμου. 4. η φωνή που τραγουδάει, φωνή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φωνῇ — φωνέω produce a sound pres subj mp 2nd sg φωνέω produce a sound pres ind mp 2nd sg φωνέω produce a sound pres subj act 3rd sg φωνή sound fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωνῆι — φωνῇ , φωνέω produce a sound pres subj mp 2nd sg φωνῇ , φωνέω produce a sound pres ind mp 2nd sg φωνῇ , φωνέω produce a sound pres subj act 3rd sg φωνῇ , φωνή sound fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωναῖς — φωνή sound fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωναῖσι — φωνή sound fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωναῖσιν — φωνή sound fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωναί — φωνή sound fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωνᾶς — φωνή sound fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωνᾷ — φωνή sound fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»