-
1 φατνη
ἥ1) ясли Hom., Her.ἡ ἔν τῇ φάτνῃ κύων погов. Luc. — собака на сене;
2) архит. кассета, кессонὀροφέ φάτναις διαγεγλυμμένη Diod. — потолок кессонной или штучной работы
-
2 φάτνη
φάτνη ηясли, где родился Христос -
3 φάτνη
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > φάτνη
-
4 φάτνη
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > φάτνη
-
5 φάτνη
η кормушка, ясли -
6 φάτνη
ясли.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > φάτνη
-
7 φάτνῃ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > φάτνῃ
-
8 φάτνη
-
9 Ο σκύλος πήγε και κάθισε στη φάτνη, ούτε 'κείνος τρώει τ' άχυρο, ούτε τ' άλογο αφήνει να τρώει
Ο σκύλος πήγε και κάθισε στη φάτνη ( στο παχνί), ούτε 'κείνος τρώει τ' άχυρο, ούτε τ' άλογο αφήνει να τρώει• Собака на сенеИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ο σκύλος πήγε και κάθισε στη φάτνη, ούτε 'κείνος τρώει τ' άχυρο, ούτε τ' άλογο αφήνει να τρώει
-
10 φατνωμα
-
11 ιππειος
31) конский(ζυγόν, φάτνη, λόφος Hom.; ἔντεα Pind.)
ἵππειον γένος Soph. — конское племя, т.е. кони;τὸ ἵππειον γάλα Arst. — кобылье молоко2) запряженный лошадьми(δίφρος Hes., Eur.)
3) конный(ἄεθλα Pind. - v. l. ἵππια)
4) управляющий лошадьми или покровительствующий лошадям(Ποσειδῶν Plut.)
-
12 καταδεω
I1) привязывать(ἵππους ἱμᾶσιν ἐπὴ φάτνῃ, ἱστὸν προτόνοισιν Hom.; τοὺς ἵππους ἐν μέσῳ Plut.)
2) связывать(τινα ὅπλῳ στερεῶς Hom.)
3) завязывать(τοὺς ὀφθαλμούς Her.)
ἀγχόνιον βρόχον καταδήσασθαι Eur. — удавиться4) перевязывать(τὰ τραύματά τινος NT.)
5) запирать, преграждать(ἀνέμων κέλευθα или κελεύθους τινί, νόστον τινός Hom.)
6) заковывать(τινὰ ἐν δεσμῷ Hom.)
7) сковыватьἐν φόβῳ καταδεθεῖσα Eur. — охваченная ужасом (Креуса)8) заключать в тюрьму(τοὺς ἐλευθέρους Thuc.)
κ. τινα τέν ἐπὴ θανάτῳ (sc. δέσιν) Her. — бросить кого-л. в тюрьму, назначив ему смертную казнь9) уличать, признавать(κ. τινα φῶρα εἶναι Her.)
IIбыть неполным, иметь недостачуἡ ὁδὸς καταδέει πεντεκαίδεκα σταδίων ὡς μέ εἶναι πεντακοσίων καὴ χιλίων Her. — дорога (от Афин до Писы) имеет 1500 стадий без 15;
ἕνδεκα μυριάδες μιῆς χιλιάδος καταδέουσαι Her. 110000 — без 1000 -
13 κυων
κῠνός ὅ и ἥ (dat. κυνί, acc. κύνα, voc. κύον; dat. pl. κυσί - эп. κύνεσσι)1) собака(κύνες θηρευταί или θηρευτῆρες Hom. и θηρευτικαί Plat., Arph.; κύνες βοτῆρες Soph. и κύνες ἐπίκουροι ποιμνίων Plat.)
κ. Ἀΐδαο Hom. или ὅ κ. Xen. = Κέρβερος ; νέ или μὰ τὸν κύνα! Plat., Arph. — клянусь собакой!, т.е. честное слово! (обычная клятва Сократа - невидимому, чтобы, не поминать имен богов);ἥ κ. κατακειμένη ἐν τῇ φάτνῃ погов. Luc. — собака, лежащая в яслях, т.е. собака на сене;τί κυνὴ καὴ βαλανείῳ ; погов. Luc. — что общего между собакой и баней?2) бран. собака, пес, чаще сука Hom.3) философ кинической школы, киник Arst., Plut.4) чудовищеΔιὸς πτηνὸς κ. Aesch., Soph. = αἰετός;
ἥ ῥαψῳδὸς κ. Soph. = Σφίγξ;Ζηνὸς κύνες Aesch. = Ἅρπυιαι;κύνες Κωκυτοῦ Arph. = Ἐρινύες;Λέρνας κ. Eur. = Ὕδρα;5) время восхода созвездия Большого Пса, каникулыἐπὴ κυνί и ὑπὸ κύνα Arst. etc. — во время каникул
6) тюлень(δελφῖνές τε κύνες τε Hom., Polyb.)
-
14 ονος
ὅ и ἥ1) осел, ослица(βραδὺς ὥσπερ ὄ. Arph.; τῶν ὄνων ὑβριστότερος Xen.)
ὄ. ἄγριος Xen. — дикий осел, онагр;ὄνου σκιά погов. Plat. — тень осла, т.е. сущий вздор, пустяки;ἀπ΄ ὄνου πεσεῖν Plat. или καταπεσεῖν погов. Arph. — свалиться с осла, т.е. потерпеть провал, «сесть в лужу»;2) «ослик» ( разновидность трески) Arst.3) мокрица Soph., Arst.4) тех. ворот, лебедка Her.5) верхний жернов(ὄ. ἀλέτης Xen.)
6) кубок, чаша Arph.7) астр. Ослы ( звезды γ и δ в созвездии Рака)ὄνων φάτνη Theocr. — Ясли Ослов ( звездное скопление между звездами γ и δ в созвездии Рака)
-
15 Ο σκύλος πήγε και κάθισε στο παχνί, ούτε 'κείνος τρώει τ' άχυρο, ούτε τ' άλογο αφήνει να τρώει
Ο σκύλος πήγε και κάθισε στη φάτνη ( στο παχνί), ούτε 'κείνος τρώει τ' άχυρο, ούτε τ' άλογο αφήνει να τρώει• Собака на сенеИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ο σκύλος πήγε και κάθισε στο παχνί, ούτε 'κείνος τρώει τ' άχυρο, ούτε τ' άλογο αφήνει να τρώει
-
16 5336
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 5336
См. также в других словарях:
φάτνη — manger fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάτνῃ — φάτνη manger fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάτνη — Ξύλινο συνήθως, κατασκεύασμα, μέσα στο οποίο τοποθετείται η τροφή των ζώων. Είναι κυρίως γνωστή με την ονομασία παχνί. Στις περισσότερες περιπτώσεις υπάρχει κατά μήκος του στάβλου μία φ. χωρισμένη σε ίσα διαμερίσματα, όσα και τα ζώα που… … Dictionary of Greek
φάτνη — η 1. κοίλωμα σε στάβλο ή βαθουλωτό ξύλινο κατασκεύασμα, όπου τοποθετείται η τροφή για τα ζώα, το παχνί. 2. ως κύρ. όν., Φάτνη η απεικόνιση του στάβλου της Γέννησης του Χριστού με την Αγία Οικογένεια και το Θείο Βρέφος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κύων ἐν φάτνη. — См. Собака на сене лежит, сама не ест и другим не дает. Κύων ἐν φάτνη. См. Собака на сене лежит, сама не ест и другим не дает … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
φάτναι — φάτνη manger fem nom/voc pl φάτνᾱͅ , φάτνη manger fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάτνηι — φάτνῃ , φάτνη manger fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φατνῶν — φάτνη manger fem gen pl φατνόω roof pres part act masc voc sg (doric aeolic) φατνόω roof pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) φατνόω roof pres part act masc nom sg φατνόω roof pres inf act (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάτναις — φάτνη manger fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάτναισι — φάτνη manger fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάτναισιν — φάτνη manger fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)