-
1 τρις-άθλιος
τρις-άθλιος, dreimal, d. i. sehr unglücklich, Soph. O. C. 373 u. Sp., wie Luc. Gall. 24; auch getrennt geschrieben.
-
2 τριςάθλιος
τρις-άθλιος, dreimal, = sehr unglücklich
См. также в других словарях:
τρι- — και τρισ ΝΜΑ, και τρια Ν α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στην εξασθενωμένη βαθμίδα τού αριθμ. τρεις, τρία* και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται τρεις φορές (πρβλ. τρί γωνος,… … Dictionary of Greek