-
1 τάφος
-
2 ταφος
I(ᾰ) ὅ [θάπτω]1) реже pl. похороны, погребение(τιμᾶν τάφῳ τινά Aesch.; ὅ τ. ἐγένετο ἐν τῷ χειμῶνι Thuc.)
δαινύναι τάφον Hom. — справлять погребальный пир2) тж. pl. место погребения, гробница, могила(τάφον καὴ σῆμα ποιῆσαί τινος Hes.; τάφοι πατρώϊοι Hom.; τ. πετραῖος Soph. и λάϊνος Eur.; ὀβελίσκοι περὴ τὸν τάφον Arst.)
τάφοι κεκονιαμένοι NT. см. κονιάωII -
3 Ταφος
-
4 τάφος
ὁ τάφος могила (ср. эпитафия) -
5 τάφος
{сущ., 7}гробница, могила, гроб.Ссылки: Мф. 23:27, 29; 27:61, 64, 66; 28:1; Рим. 3:13.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > τάφος
-
6 τάφος
{сущ., 7}гробница, могила, гроб.Ссылки: Мф. 23:27, 29; 27:61, 64, 66; 28:1; Рим. 3:13.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > τάφος
-
7 τάφος
ο1) могила;μέχρι τάφου — до могилы, по гроб жиз- ни;
2) перен. «могила» (о человеке, умеющем молчать) -
8 τάφος
гробница, могила, гроб.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > τάφος
-
9 τάφος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > τάφος
-
10 τάφος
могила, гробница -
11 τάφος
[тафос] ουσ ο могила. -
12 αειμνηστος
2незабываемый, незабвенный, достопамятный(ἔργον Aesch.; τάφος Soph.; κλέος Xen.; τρόπαια Lys.; δόξα Isocr., Plut.)
μετ΄ ἀειμνήστου μαρτυρίου χάρις Thuc. — благодеяние, память о котором никогда не изгладится;ἄείμνηστον τέν ὀργέν πρός τινα ἔχειν Isocr. — хранить неугасимый гнев на кого-л.;ἐξ ὅσου Ἀθῆναι ἀείμνηστοί εἰσιν Lys. — с тех пор, как Афины стали достопамятным городом, т.е. с самого основания Афин -
13 ακινητος
2, редко Pind. 31) неподвижный, недвижимый Her., Pind., Plat.βῆναι ἐξ ἀκινήτου ποδός Soph. — отправиться неподвижной стопой, т.е. умереть
2) малоподвижный, ленивый, вялый(φρένες Arph., Plut.)
3) нетронутый, невспаханный(χώρα Plut.)
4) косный, бездеятельный(ὕλη Plut.)
5) неизменный(νόμιμα Thuc.; νόμοι Arst.)
ἀκίνητοι φυλακαί Eur. — несменившаяся стража6) неприкосновенный, заповедный, запретный, священный(τάφος Her.)
κινεῖν τὰ ἀκίνητα Soph., Her., Plat. — прикасаться к запретному, т.е. кощунствовать;τἀκινητ΄ ἔπη Soph. — слова, которые нельзя произносить, т.е. тайны7) непреклонный, неутолимый, упорный Soph.ἀ. ὑπὸ φόβου Plat. — неустрашимый
-
14 απροσπελαστος
-
15 αταφος
-
16 βωμοειδης
-
17 διορυσσω
атт. διορύττω1) прокапывать, прорывать(τάφρον Hom. - in tmesi; τὸν Ἄθω Lys., Isocr.; τέν κατὰ τέν θάλατταν χώραν Arst.; Χερρόννησον Dem.)
2) вести подкоп, проламывать(τοῖχον Her., Thuc., Arph., Dem.)
3) раскапывать, разрывать(τάφος διωρορυγμένος Plut.)
4) вскрывать(ἐπιστόλια ἀλλότρια Plut.)
5) закапывать, зарывать(ἐπὴ τιμωρίᾳ διωρυγμένος Diod.)
6) подкапывать, подрывать, разрушать(διορύξαι πράγματα Dem.)
διωρορυγμένος δωροδοκίᾳ Plut. — подкупленный7) перен. раскапывать, разведывать(τὰ βουλευόμενα Plut.)
ἐπιστόλια ἀλλότρια δ. Plut. — вскрывать чужие письма -
18 δουπεω
арх.- поэт. γδουπέω1) издавать глухой звук, гудетьδούπησεν πεσών Hom. — он с грохотом упал
2) стучатьδουπεῖ χεὴρ γυναικῶν Eur. — женщины бьют себя руками (в грудь)3) падать, погибать -
19 δυσφημος
дор. δύσφᾱμος 21) предвещающий дурное, зловещий(τάφος Hes.; κραυγή Eur.; φωνή Plut.)
2) оскорбительный, злословящий3) опороченный, дурной(κλέος μέ δύσφαμον Pind.)
-
20 επισημος
21) снабженный печатью или рисунком, (от)чеканенный, чеканный(ἀργύριον Thuc.; χρυσίον Xen.)
χρυσὸν ἐπίσημον καὴ ἄσημον Her. — золото в (чеканной) монете и в слитках2) снабженный надписью, надписанный(ἀναθήματα Her.)
3) достопамятный(μνῆμα Soph.)
4) славный, почетный(τάφος Thuc.)
ἐ. βουλόμενος γενέσθαι σοφίην Her. — желающий прославиться мудростью5) выдающийся, замечательный(χαρακτήρ Eur.)
6) пользующийся почетом, чтимый(ἐν βροτοῖς Eur.)
7) знатный(ξένοι Arph.)
8) из ряда вон выходящий, необычный, чрезвычайный(ξυμφοραί Eur.)
9) известный, пресловутый(διὰ δημοκοπίαν καὴ προπέτειαν Plut.; δέσμιος NT.)
ἐ. ἐς τὸν ψόγον Eur. — имеющий дурную славу;ἐ. ἐπὴ τῇ μοχθηρίᾳ τοῦ τρόπου Luc. — известный своей испорченностью
См. также в других словарях:
τάφος — 1 funeral rites masc nom sg τάφος 2 astonishment neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τάφος — funeral rites fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάφος — Πόλη της αρχαίας Κεφαλληνίας. Oνομαζόταν και Ταφιούσσα. Αναφέρεται από τον Στέφανο τον Βυζάντιο. * * * (I) ο, ΝΜΑ λάκκος στη γη ή χώρος λαξευτός ή κτιστός όπου θάβεται ο νεκρός, μνήμα (α. «ο τάφος τους χορτάριασε» β. «ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾱσα γῆ… … Dictionary of Greek
τάφος — ο 1. μνήμα, τελευταία κατοικία. 2. μνημείο, κενοτάφιο: Ο τάφος είναι του Άγνωστου Στρατιώτη. 3. μτφ., εχέμυθος άνθρωπος, που δεν προδίνει μυστικά: Ο φίλος μου είναι τάφος. 4. καταστροφή, θάνατος: Το ταξίδι αυτό υπήρξε ο τάφος του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Άγιος Τάφος — Ονομασία του τάφου του Χριστού, που βρίσκεται στον μεγάλο ναό της Αναστάσεως στην Ιερουσαλήμ και, γενικότερα, των Αγίων Τόπων. Τόσο τα Ευαγγέλια όσο και οι Πράξεις των Αποστόλων δεν μνημονεύουν την ακριβή θέση του τάφου και, έως τον 4o αι. μ.Χ.,… … Dictionary of Greek
Πανάγιος Τάφος — Ο τάφος του Ιησού στα Ιεροσόλυμα, στην περιοχή όπου διαδραματίστηκαν όσα αναφέρονται στην Καινή Διαθήκη για τη ζωή του Ιησού. Στις αρχές του 4ου αι., στον ναό που έχτισε η Αγία Ελένη περιέλαβε τον Π.Τ. μαζί με τον Γολγοθά και το Σπήλαιο. Ο τάφος … Dictionary of Greek
τάφει — τάφος 2 astonishment neut nom/voc/acc dual (attic epic) τάφεϊ , τάφος 2 astonishment neut dat sg (epic ionic) τάφος 2 astonishment neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάφους — τάφος 1 funeral rites masc acc pl τάφος 2 astonishment neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τάφω — Τάφος funeral rites fem nom/voc/acc dual Τάφος funeral rites fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάφω — τάφος 1 funeral rites masc nom/voc/acc dual τάφος 1 funeral rites masc gen sg (doric aeolic) τέθηπα to be astonished aor subj act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταφῶν — τάφος 2 astonishment neut gen pl (attic epic doric) ταφή burial fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)