-
1 βωμοειδης
См. также в других словарях:
βωμοειδής — βωμοειδής, ές (Α) 1. όμοιος με βωμό 2. φρ. «βωμοειδής τάφος» πέτρινος τάφος σε σχήμα βωμού … Dictionary of Greek
βωμοειδεῖς — βωμοειδής like an altar masc/fem acc pl βωμοειδής like an altar masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωμοειδές — βωμοειδής like an altar masc/fem voc sg βωμοειδής like an altar neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωμός — Τράπεζα επάνω στην οποία τοποθετούνταν οι προσφορές ή γίνονταν θυσίες στις θεότητες. Η αρχή του β. ανάγεται στους προϊστορικούς χρόνους. Σε πολλά μέρη βρέθηκαν πέτρες που χρονολογούνται από την τελευταία φάση της νεολιθικής εποχής, με κοιλότητες… … Dictionary of Greek