Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

βωμοειδής

См. также в других словарях:

  • βωμοειδής — βωμοειδής, ές (Α) 1. όμοιος με βωμό 2. φρ. «βωμοειδής τάφος» πέτρινος τάφος σε σχήμα βωμού …   Dictionary of Greek

  • βωμοειδεῖς — βωμοειδής like an altar masc/fem acc pl βωμοειδής like an altar masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βωμοειδές — βωμοειδής like an altar masc/fem voc sg βωμοειδής like an altar neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βωμός — Τράπεζα επάνω στην οποία τοποθετούνταν οι προσφορές ή γίνονταν θυσίες στις θεότητες. Η αρχή του β. ανάγεται στους προϊστορικούς χρόνους. Σε πολλά μέρη βρέθηκαν πέτρες που χρονολογούνται από την τελευταία φάση της νεολιθικής εποχής, με κοιλότητες… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»