-
1 σοφια
эп.-ион. σοφίη ἥ1) мастерство, искусство (sc. τέκτονος Hom.)σ. δημηγορική Plat. — искусство убеждения;
οὐ σοφίᾳ, ἀλλὰ φύσει Plat. — не искусством, а в силу врожденного дара;ἥ σ. ἐν ταῖς τέχναις Arst. — мастерство в области искусств2) сметливость, изворотливость, ловкость(σοφίᾳ, μέ βίᾳ τῶν κρεισσόνων Eur.)
σοφίῃ χρᾶσθαι Her. — пускать в ход хитрость3) разумность, рассудительность, житейская мудрость, практический ум Her.ἡ περὴ τὸν βίον σ. Plat. — житейский ум
4) ученость, просвещенность, знание(ἥ σ. καὴ ἀμαθία τινός Plat.)
5) наукаἔστι δὲ σ. τις ἥ φυσική Arst. — естествознание есть некая наука;
ἥ σοφία περὴ ἀρχάς Arst. — наука о первоначалах, т.е. философия6) (высшая) мудрость, философское знание, т.е. философия(ἥ σ. περί τινας αἰτίας καὴ ἀρχάς ἐστιν ἐπιστήμη Arst.)
-
2 σοφία
σοφία η1) большая мудрость;ΦΡ.Σοφία Σολομώντος — Книга Премудрости Соломона – неканоническая книга Ветхого Завета, которая содержится в греческом переводе Септуагинта и в Славянской Библии;2) знание, опыт;3) ученость -
3 Σοφία
Σοφία ηСофия –1) имя некоторых святых жен Православной Церкви;2) женское имя -
4 σοφία
η1) большая мудрость; 2) знание, опыт; 3) учёность, большая эрудиция; большие способности;§ δεν χρειάζεται μεγάλη σοφία! — не велика премудрость!
-
5 σοφία
ἡ σοφία ['ум'] 1. ловкость, сноровка; 2. мудрость, живое знание (ср. София; софистика) -
6 σοφία
{сущ., 51}мудрость, премудрость, умение, искусство жить.Ссылки: Мф. 11:19; 12:42; 13:54; Мк. 6:2; Лк. 2:40, 52; 7:35; 11:31, 49; 21:15; Деян. 6:3, 10; 7:10, 22; Рим. 11:33; 1Кор. 1:17, 19-22, 24, 30; 2:1, 4-7, 13; 3:19; 12:8; 2Кор. 1:12; Еф. 1:8, 17; 3:10; Кол. 1:9, 28; 2:3, 23; 3:16; 4:5; Иак. 1:5; 3:13, 15, 17; 2Пет. 3:15; Откр. 5:12; 7:12; 13:18; 17:9. LXX: 2452 (הָמכְָח).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > σοφία
-
7 σοφία
{сущ., 51}мудрость, премудрость, умение, искусство жить.Ссылки: Мф. 11:19; 12:42; 13:54; Мк. 6:2; Лк. 2:40, 52; 7:35; 11:31, 49; 21:15; Деян. 6:3, 10; 7:10, 22; Рим. 11:33; 1Кор. 1:17, 19-22, 24, 30; 2:1, 4-7, 13; 3:19; 12:8; 2Кор. 1:12; Еф. 1:8, 17; 3:10; Кол. 1:9, 28; 2:3, 23; 3:16; 4:5; Иак. 1:5; 3:13, 15, 17; 2Пет. 3:15; Откр. 5:12; 7:12; 13:18; 17:9. LXX: 2452 (הָמכְָח).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > σοφία
-
8 σοφία
мудростьσοφίᾳΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σοφία
-
9 σοφίᾳ
мудростимудростью σοφίαΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σοφίᾳ
-
10 Σόφια
η г. София -
11 σοφία
мудрость, премудрость, умение, искусство (жить); LXX: (חָכְמָה).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > σοφία
-
12 σοφία
-
13 σοφία
[софиа] ουσ θ мудрость. -
14 σοφιη
-
15 αδολος
2свободный от обмана, правдивый, истинный, искренний(σοφία Pind.; σπονδαί Thuc.; παρηγοριαι Aesch.; λόγοι Eur.; εἰράνη Arph.; ἔντευξις Plut.)
ἀγῶνες ἄδολοι καὴ ἄτεχνοι Plut. — честная и открытая борьба;αὔραις ἀδόλοις ψυχᾶς Eur. — с чистой душой, чистосердечно -
16 αθανατος
2 и 3(θᾰ) бессмертный, неумирающий, непреходящий, вечный(θεοί Hom., Hes.; αἰγίς, κακόν Hom.; χάρις Her.; ἀρετή Soph.; φλόξ Arph.; σοφία Isocr.)
ἀ. ἀνήρ Her. «бессмертный» ( солдат из числа οἱ ἀθάνατοι 2) -
17 αιπεινος
-
18 αληθινος
дор. ἀλᾱθῐνός 31) истинный, подлинный, настоящий(στράτευμα Xen.; σοφία Plat.; φίλος Dem.; ἀνήρ Theocr.)
2) несомненный, (досто)верный(μαρτυρία Dem.; νίκη Plut.)
3) правдивый, искренний(εὔνοια, δάκρυον Plut.)
-
19 ασοφια
-
20 γαληνη
дор. γᾰλάνᾱ (λᾱ) ἥ1) безветрие, штиль(λευκέ γ. Hom.; νηνεμία τε καὴ γ. Plat.; γαλῆναι καὴ εὐδίαι Arst.)
2) спокойное море, морская гладь(γ. ὁμαλότης θαλάττης, sc. ἐστίν Arst.)
ἐλάαν γαλήνην Hom. — плыть по спокойному морю3) спокойствие, безмятежность, ясность(φρόνημα νηνέμου γαλάνας Aesch.; ἐν γαλήνῃ ποιεῖν τι Soph.; γ. ἡσυχία τε Plat.; σοφία καὴ γ. Plut.)
4) гален, сернистый свинец Plin.
См. также в других словарях:
σοφία — σοφίᾱ , σοφία cleverness fem nom/voc/acc dual σοφίᾱ , σοφία cleverness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφία — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Ιταλία. Πέθανε από τη λύπη της μετά τον μαρτυρικό θάνατο των τριών θυγατέρων της επί Αδριανού (117 138). Η μνήμη της τιμάται στις 17 Σεπτεμβρίου. 2. Λέγεται ότι είχε ιατρικές γνώσεις … Dictionary of Greek
σοφίᾳ — σοφίαι , σοφία cleverness fem nom/voc pl σοφίᾱͅ , σοφία cleverness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σοφία — η 1. ιδιότητα του σοφού, ορθοφροσύνη: Αντιμετώπισε με σοφία το ζήτημα. 2. πολυγνωσία, πολυμάθεια: Θαύμαζε τον καθηγητή του για τη σοφία του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σοφία Σολομώντος — Ένα από τα λεγόμενα δευτεροκανονικά βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης. Αποτελείται από τρία μέρη. Το πρώτο αναφέρεται στην ψεύτικη σοφία του κόσμου αυτού, στο δεύτερο, ο άγνωστος συγγραφέας του έργου, συμβουλεύει στο όνομα του Σολομώντα τους βασιλιάδες … Dictionary of Greek
Σοφία, Αλεξέγιεβνα — Τσαρίνα της Ρωσίας, κόρη του τσάρου της Μόσχας Αλέξιου Μιχαήλοβιτς και ετεροθαλής αδελφή του Μεγάλου Πέτρου (1657 1704). Μετά τον θάνατο του αδελφού της τσάρου Θεόδωρου Γ’, στο θρόνο της Ρωσίας ανέβηκε ο ετεροθαλής αδελφός του Πέτρος, μιας και ο… … Dictionary of Greek
Σοφία Σειράχ — Βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, που γράφτηκε το 190 π.Χ. Συγγραφέας του, σύμφωνα με τον πρόλογο του, είναι ο Ιησούς, γιος του Σειράχ, Ιεροσολημίτης. Το βιβλίο γράφτηκε στην εβραϊκή, αλλά ένας ανιψιός του συγγραφέα, το μετέφρασε στην ελληνική για… … Dictionary of Greek
Αγία Σοφία — I Ο ονομαστός βυζαντινός ναός της Κωνσταντινούπολης. Μετά την άλωση μετατράπηκε σε τζαμί και τώρα είναι μουσείο. Η Α.Σ. είναι ένα από τα λαμπρότερα αρχιτεκτονικά επιτεύγματα του χριστιανισμού και η οικοδόμησή της, σύμφωνα με μια παράδοση,… … Dictionary of Greek
Βέμπο, Σοφία — (Καλλίπολη Θράκης 1910 – Αθήνα 1978).Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της τραγουδίστριας και ηθοποιού Σοφίας Μπέμπου. Εγκαταστάθηκε με την οικογένειά της το 1919 στον Βόλο. Πρωτοεμφανίστηκε στη Θεσσαλονίκη και, πολύ σύντομα, επιβλήθηκε στο ευρύ κοινό με… … Dictionary of Greek
Λόρεν, Σοφία — (Sofia Loren, Ρώμη 1934 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Ιταλίδας ηθοποιού του κινηματογράφου Σοφία Βιλάνι Τσικολόνε (Sofia Villani Scicolone). Έζησε τα παιδικά και νεανικά της χρόνια στη Νάπολη, αντιμετωπίζοντας σοβαρά οικονομικά προβλήματα,… … Dictionary of Greek
Αντωνιάδου, Σοφία — (Πειραιάς 1895 – 1972). Φιλόλογος, βυζαντινολόγος και ιστορικός. Σπούδασε και ειδικεύτηκε σε φιλολογικά θέματα στο πανεπιστήμιο του Παρισιού. Υπήρξε διαδοχικά καθηγήτρια της έδρας πρωτοχριστιανικής, μεσαιωνικής και ελληνικής γλώσσας και… … Dictionary of Greek