Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

αἰπεινός

См. также в других словарях:

  • αιπεινός — αἰπεινός, ή, ὸν (Α) 1. (για πόλεις χτισμένες σε υψηλά μέρη) υψηλός, δυσπρόσιτος 2. (για κορυφές βουνών) απότομος, απόκρημνος 3. απερίσκεπτος, πονηρός «αἰπεινοὶ λόγοι» 4. δυσκολονόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αἰπεσ νὸς < αἶπος*πρβλ. και αἰπύς] …   Dictionary of Greek

  • αἰπεινός — high masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰπεινά — αἰπεινός high neut nom/voc/acc pl αἰπεινά̱ , αἰπεινός high fem nom/voc/acc dual αἰπεινά̱ , αἰπεινός high fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰπεινῶν — αἰπεινός high fem gen pl αἰπεινός high masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰπεινόν — αἰπεινός high masc acc sg αἰπεινός high neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰπειναῖς — αἰπεινός high fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰπειναί — αἰπεινός high fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰπεινοῖο — αἰπεινός high masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰπεινοῖσι — αἰπεινός high masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰπεινοῖσιν — αἰπεινός high masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰπεινοί — αἰπεινός high masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»