Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

σκιά

  • 1 shade

    σκιά

    English-Greek new dictionary > shade

  • 2 shadow

    σκιά

    English-Greek new dictionary > shadow

  • 3 karaltı

    σκιά, ίσκιος

    Türkçe-Yunanca Sözlük > karaltı

  • 4 тень

    -и, προθτ. о тени, в тени, πλθ. тени -ей θ.
    1. σκιά, ίσκιος•

    на солнце и в тени στον ήλιο και στον ίσκιο.

    2. σκοτεινό μέρος εικόνας•

    контрасты света и тени αντίθεση φωτός και σκιάς.

    || η ριχνόμενη σκιά•

    -человека η σκιά του ανθρώπου•

    тень башни η σκιά του πύργου.

    || έκφραση φόβου, θλίψης κ.τ.τ. грустные -и на е лице έκφραση θλίψης στο πρόσωπο της.
    3. μτφ. ίχνος αδύνατο, σημαδάκι•

    тень прошлого σκιά παρελθόντος•

    тень улыбки υποτυπώδες χαμόγελο•

    ни тень жалости ούτε σκιά οίκτου.

    4. σιλουέτα, φιγούρα.
    5. φάσμα, φάντασμα, ίσκιωμα (σκιά πεθαμένου).
    εκφρ.
    ночная (вечерная) тень; тень ночи – το σούρουπο•
    бросать (кидать) тень на кого-что – αμαυρώνω την αξιοπρέπεια κάποιου•
    навести тень (на плетень, на ясный день) – συσκοτίζω σκόπιμα• θολώνω τα νερά•
    быть (сделать(ся) -ью – α) ακολουθώ κάποιον σαν τη σκιά του.
    || είμαι η σκιά κάποιου (είμαι υποχείριο κάποιου)•
    он тень и голос кого – αυτός είναι σκιά και φερέφωνο κάποιου•
    держаться (быть, стоять) в -и – δε θέλω να φαίνομαι, να επιδείχνομαι• κρατιέμαιστην αφάνεια•
    оставлять в -и что – αφήνω κάτι σκοτεινό (ασαφές, αδιευκρίνιστο)•
    ходить, (идти, следовать) за кем как тень – παρακολουθώ κάποιον άγρυπνα, τον παίρνω στο κοντό, σαν τη σκιά του•
    тень падает на кого-что – αμαυρώνεται η αξιοπρέπεια κάποιου• (одна) тень осталось от кого έγινε σαν το ίσκιωμα (κάτισχνος)•теньи под глазами οιδήματα (σακκουλίτσες)κάτω από τα μάτια.

    Большой русско-греческий словарь > тень

  • 5 тень

    теи||ь
    ж
    1. прям., перен тж. жив. ἡ σκιά, ὁ ίσκιος:
    сидеть в \теньн κάθομαι στον ἰσκιο· класть \теньи жив. βάζω (или ζωγραφίζω) σκιά· по ее лицу пробежала \тень неудовольствия μιά ἐκφραση δυσαρέσκειας διάβηκε ἀπό τό πρόσωπο της·
    2. перен (слабый след) ἡ ἐκφραση:
    ни \теньи сомнения δέν ὑπάρχει ὁὔτε ίχνος ἀμφιβολίας·
    3. (неясные очертания, силуэт) ἡ σκιά, ἡ σιλουέτα:
    промелькнула какая-то \тень πέρασε κάποια σκιά·
    4. (призрак, дух) τό φάσμα, τό φάντασμα:
    \теньи прошлого οἱ σκιές τοῦ παρελθόντος· ◊ от нее осталась одна \тень αὐτή κατάντησε φάντασμα· бросить \тень на кого́-л. προκαλώ ὑποψία ἐναντίον κάποιου· держаться в \теньй φέρνομαι σεμνά, δέν ἐπιδεικνύομαι· ходить как \тень за кем-л. γίνομαι ἡ σκιά κάποιου.

    Русско-новогреческий словарь > тень

  • 6 тень

    тень ж η σκιά, ο ίσκιος* в \теньй στη σκιά
    * * *
    ж
    η σκιά, ο ίσκιος

    в тени́ — στη σκιά

    Русско-греческий словарь > тень

  • 7 теневой

    επ.
    σκιερός• απόσκιος•

    -ая сторона η σκιερή πλευρά•теневой склон горы η απόσκια πλαγιά του βουνού.

    || φυόμενος κάτω από σκιά•

    -ые травы χόρτα σκιάς.

    || της σκιάς, από τη σκιά (σχηματιζόμενος)•

    теневой узор σχέδιο από τη σκιά.

    || σκιώδης•

    -ые места картины τα σκιώδη μέρη της εικόνας.

    εκφρ.
    - ая сторона – η σκοτεινή πλευρά (η αρνητική πλευρά).

    Большой русско-греческий словарь > теневой

  • 8 теневыносливый

    επ., βρ: -лив, -а, -о
    φυόμενος κάτω από σκιά, ανθεκτικός στη σκιά•

    -ые мхи βρύα ανθεκτικά στη σκιά.

    Большой русско-греческий словарь > теневыносливый

  • 9 shade

    [ʃeid] 1. noun
    1) (slight darkness caused by the blocking of some light: I prefer to sit in the shade rather than the sun.) ίσκιος,σκιά
    2) (the dark parts of a picture: light and shade in a portrait.) σκίαση
    3) (something that screens or shelters from light or heat: a large sunshade; a shade for a light.) σκίαστρο,αμπαζούρ
    4) (a variety of a colour; a slight difference: a pretty shade of green; shades of meaning.) απόχρωση
    5) (a slight amount: The weather is a shade better today.) ίχνος,υποψία,ιδέα
    2. verb
    1) ((sometimes with from) to shelter from light or heat: He put up his hand to shade his eyes.) σκιάζω
    2) (to make darker: You should shade the foreground of that drawing.) βάζω σκιά σε
    3) ((with into) to change very gradually eg from one colour to another.) αλλάζω απόχρωση
    - shades
    - shading
    - shady
    - shadiness
    - put in the shade

    English-Greek dictionary > shade

  • 10 затемнение

    ουδ.
    1. συσκότιση, -σμός•

    -города συσκοτισμός της πόλης•

    затемнение сознания συσκότιση της συνείδησης.

    2. (ιατρ.)σκιά•

    легких σκιά στα πνευμόνια.

    Большой русско-греческий словарь > затемнение

  • 11 облако

    -а,. πλθ. -а, -ов ουδ.
    1. σύννεφο, νέφος, νεφέλη•

    перистые -а οι θύσανοι•

    кучевые -а οι σωρείτες•

    слойстые -а τα στρώματα•

    дождевые -а βροχοφόρα σύννεφα•

    грозовые -а κεραυνοφόρα σύννεφα•

    -а пыли σύννεφα σκόνης.

    2. μτφ. σκιά•

    по лицу е пробежало облако στο πρόσωπο της πέρασε μια σκιά.

    εκφρ.
    под -а; под -ами; до -ов – κοντά στα σύννεφα (πολύ ψηλά)•
    быть ή витать в -ах ή уноситься в -а – ονειροπολώ, ζω στα σύννεφα, νεφελοβατώ, αεροβατώ, αιθεροβατώ, φαντασιοκοπώ.

    Большой русско-греческий словарь > облако

  • 12 осенить

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. осенённый, βρ: -нён, -нена, -нено.
    1. επισκιάζω, καλύπτω με τη σκιά. || μτφ. παλ. περιβάλλω, αγκαλιάζω.
    2. (για σκέψη, εικασία)• μού ρχεται, μου κατεβαίνει•

    -ла мени блестящая идея μου ήρθε μια φωτεινή ιδέα•

    его -ло (απρόσ.) του ήρθε ή του κατέβηκε.

    || εμφανίζομαι, φαίνομαι•

    улыбка -ла лицо матери το χαμόγελο φάνηκε στο πρόσωπο της μάνας.

    εκφρ.
    осенить крстным знамением; осенить крестом – κάνω το σημείο του σταυρού, κάνω το σταυρό.
    παλ.
    επισκιάζομαι, καλύπτομαι με σκιά.
    εκφρ.
    осенить крстным знамением; осенить крестом – κάνω το σημείο του σταυρού, κάνω το σταυρό.

    Большой русско-греческий словарь > осенить

  • 13 притенить

    ρ.σ.μ. σκιάζω, επισκιάζω, κάνω σκιά• βάζω στη σκιά.

    Большой русско-греческий словарь > притенить

  • 14 тенистый

    επ., βρ: -нист, -а, -о.
    1. σκια-δερός, σκιερός•

    очень тенистый σϋσκιος, βαθύσκιος, βαθύσκιοτος.

    2. σκιαδωτός, κάτω από σκιά.

    Большой русско-греческий словарь > тенистый

  • 15 тушевать

    -шую, -шуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. тушванный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.δ.μ. φωτοσκιάζω, σφομιλώνω. || μτφ. σκιάζω, ρίχνω σκιά•

    свет -ал его лицо το φώς έρριχνε σκιά στο πρόσωπο του.

    || εξασθενίζω• μειώνω• συγκαλύπτω.
    1. φωτοσκιάζομαι κλπ, ρ. ενεργ. φ.
    2. συγχύζομαι, τα χάνω.

    Большой русско-греческий словарь > тушевать

  • 16 Shade

    subs.
    P. and V. σκιά, ἡ.
    Darkness, gloom: P. and V. σκότος, ὁ or τό, see Darkness.
    Covering: P. στέγασμα, τό.
    Phantom: P. and V. φάσμα, τό, εἴδωλον, τό, εἰκών, ἡ. φάντασμα, τό, V. σκιά, ἡ, ὄψις, ἡ, δόκησις, ἡ.
    The shades, the under-world: P. and V. οἱ κτω, οἱ κτωθεν, V. οἱ νέρτεροι, οἱ ἐνέρτεροι, οἱ κατ χθονός; see Dead.
    The land of shades: P. and V. ᾍδης, ὁ.
    In the shade, adj.: P. ἐπίσκιος, V. κατάσκιος; see Shady.
    Throw into the shade, eclipse, v.: met., P. and V. περφέρειν (gen.), προὔχειν (gen.); see surpass.
    Bring down, humble: P. and V. καθαιρεῖν.
    ——————
    v. trans.
    Overshadow: P. and V. συσκιάζειν, P. ἐπισκοτεῖν (dat.), V. σκιάζειν, σκοτοῦν (pass. used in Plat.).
    ( We saw) the king himself holding his hand before his face to shade his eyes: ἄνακτα δʼ αὐτὸν ὀμμάτων ἐπίσκιον χεῖρʼ ἀντέχοντα κρατός (Soph., O.C. 1650).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Shade

  • 17 Shadow

    subs.
    P. and V. σκιά, ἡ.
    met., of one reduced to a shadow: V. σκιά, ἡ, εἴδωλον, τό.
    We old men are nought but sound and shape and creep about like shadows of a dream: V. γέροντες οὐδέν ἐσμεν ἄλλο πλὴν ψόφος καὶ σχῆμʼ· ὀνείρων δʼ ἕρπομεν μιμήματα (Eur., frag.).
    Jot, tittle: see jot. Fight with shadows, v.: P. σκιαμαχεῖν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Shadow

  • 18 тень

    η σκιά, ο ίσκιος
    аэродинамическая - αεροδυναμική -.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тень

  • 19 бросать

    бросать
    несов
    1. (кидать) ρίχνω, ρίπτω, πετῶ/ ἐξακοντίζω, ἐκτοξεύω (с силой):
    \бросать взгляд на кого́-л. ρίχνω μιά ματιά; \бросать обвинение κατηγορώ; \бросать тень а) (о деревьях) ρίχνω σκιά(ν), κάνω ίσκιο, б) перен ἀμαυρώνω, δυσφημώ;
    2. (перебрасывать) στέλνω, στέλλω, ρίχνω, μεταφέρω;
    3. (оставлять) ἐγκαταλείπω, ἀφήνω, παρατώ:
    \бросать кого-л. ἐγκαταλείπω κάποιον
    4. (переставать, прекращать) παύω, διακόπτω:
    \бросать курить κόβω τό κάπνισμα; \бросать работу παρατώ τή δουλειά; ◊ \бросать якорь ρίχνω ἄγκυρα; \бросать деньги на ветер σκορπίζω λεφτά στόν ἀέρα; \бросать жребий ρίχνω κλήρο.

    Русско-новогреческий словарь > бросать

  • 20 затемнение

    затемнение
    с \. τό σκοτείνιασμα, ἡ συσκότιση [-ις]:
    \затемнение в легких мед. ἡ σκιά·
    2. воен. ὁ συσκοτισμός.

    Русско-новогреческий словарь > затемнение

См. также в других словарях:

  • σκιά — σκιά̱ , σκιά shadow fem nom/voc/acc dual (ionic) σκιά̱ , σκιά shadow fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) σκιάς canopy fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκία — σκίᾱ , σκιάω overshadow pres imperat act 2nd sg σκίᾱ , σκιάω overshadow imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιᾷ — σκιά shadow fem dat sg (attic doric ionic aeolic) σκιάω overshadow pres subj mp 2nd sg σκιάω overshadow pres ind mp 2nd sg (epic) σκιάω overshadow pres subj act 3rd sg σκιάω overshadow pres ind act 3rd sg (epic) σκιάζω overshadow fut ind mid 2nd… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιά — Σκοτεινή ή μειωμένης φωτεινότητας περιοχή, που διαγράφεται πάνω σε μια επιφάνεια ανοιχτού χρώματος από την παρεμβολή ενός αδιαφανούς σώματος ανάμεσα στην επιφάνεια αυτή και σε μια φωτεινή πηγή. Η σκιά αυτή είναι σαφής στις διαστάσεις της, μόνο… …   Dictionary of Greek

  • σκιά — η 1. ίσκιος: Κάθισε στη σκιά ενός δέντρου για να ξεκουραστεί. 2. αχώριστος σύντροφος: Έγινε η σκιά του. 3. επίπτωση, επίδραση: Οι ποιητές της γενιάς του 1880 βρίσκονται κάτω από τη βαριά σκιά του Παλαμά. 4. φάντασμα, άυλη υπόσταση: Είδε στον ύπνο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκιᾶ — σκιάω overshadow pres subj act 1st sg (doric aeolic) σκιάω overshadow pres ind act 1st sg (doric aeolic) σκιάζω overshadow fut ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκιά — Σκιάς canopy fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οὐ δέομαι φὶλου συμμεθισταμένου καὶ συνεπινεύοντος, ἡ γὰρ σκία ταῦτα ποιεῖ μᾶλλον. — См. Поддакивать …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • σκιᾶι — σκιᾷ , σκιά shadow fem dat sg (attic doric ionic aeolic) σκιᾷ , σκιάω overshadow pres subj mp 2nd sg σκιᾷ , σκιάω overshadow pres ind mp 2nd sg (epic) σκιᾷ , σκιάω overshadow pres subj act 3rd sg σκιᾷ , σκιάω overshadow pres ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιάσας — σκιά̱σᾱς , σκιάω overshadow pres part act fem acc pl (doric) σκιά̱σᾱς , σκιάω overshadow pres part act fem gen sg (doric) σκιά̱σᾱς , σκιάω overshadow aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic) σκιά̱σᾱς , σκιάζω overshadow fut part… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιαγραφήσει — σκιᾱγραφήσει , σκιαγραφέω paint with the shadows aor subj act 3rd sg (epic) σκιᾱγραφήσει , σκιαγραφέω paint with the shadows fut ind mid 2nd sg σκιᾱγραφήσει , σκιαγραφέω paint with the shadows fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»