-
21 облако
облак||ос1. τό σύννεφο, τό νέφος:грозовое \облако ὁ μελανιάς· дождевые \облакоа τά σύννεφα τής βροχής· перистые \облакоа οἱ θύσανοι· кучевые \облакоа οἱ σωρείτες· слоистые \облакоа τά στρωματοειδῆ νέφη· покрываться \облакоами σκεπάζομαι ἀπό σύννεφα, συννεφιάζω·2. (клубы) τό σύννεφο, τό νέφος:\облакоа́ пыли νέφη κονιορτοῦ, τά σύννεφα σκόνης· \облако дыма τό σύννεφο καπνοῦ·3. черен, (тень, след) ἡ σκιά, τό νέφος:по лицу́ ее пробежало \облако гру́-сти τό πρόσωπο της τό συννέφιασε ἡ θλίψη· ◊ витать в \облакоах ἀεροβατῶ, περπατώ στά σύννεφα. -
22 отбрасывать
отбрасыватьнесов, отбросить сов1. ρίχνω, πετώ, ἀποτινάζω, ἀποβάλλω· \отбрасывать тень ρίχνω σκιά·2. (неприятеля) ἀποκρούω, ἀπωθώ·3. перен ἀφήνω, ἐγκαταλείπω, βάζω κατά μέρος, παραμερίζω:\отбрасывать сомнения ἀφήνω τίς ἀμφιβολίες· \отбрасывать мысль ἐγκαταλείπω τήν ίδέα. -
23 теиевой
теиев||ойприл1. (находящийся в тени) σκιερός, σύσκιος, ἀπόσκιος:\теиевойа́я сторона дома τό ἀνήλιο μέρος τοῦ σπιτιοὔ·2. жив. σκιώδης, μέ σκιά·3. перен (отрицательный) σκοτεινός, μελανός:\теиевойые стороны жизни οἱ σκοτεινές πλευρές τής ζωής. -
24 eyeshadow
noun (a kind of coloured make-up worn around the eyes.) σκιά ματιών -
25 shadow
['ʃædəu] 1. noun1) ((a patch of) shade on the ground etc caused by an object blocking the light: We are in the shadow of that building.) ίσκιος,σκιά2) ((in plural with the) darkness or partial darkness caused by lack of (direct) light: The child was afraid that wild animals were lurking in the shadows at the corner of his bedroom.) σκοτάδια3) (a dark patch or area: You look tired - there are shadows under your eyes.) μαύρος κύκλος4) (a very slight amount: There's not a shadow of doubt that he stole the money.) ίχνος2. verb1) (to hide or darken with shadow: A broad hat shadowed her face.) σκιάζω2) (to follow closely, especially as a detective, spy etc: We shadowed him for a week.) παρακολουθώ•- shadowy- shadowiness
- worn to a shadow -
26 worn to a shadow
(made thin and weary through eg hard work: She was worn to a shadow after months of nursing her sick husband.) σκια του παλιού μου εαυτού,που έχει φέξει -
27 тень
[τιέν"] ουσ. θ. σκιά -
28 тень
[τιέν"] ουσ θ σκιά -
29 бросать
ρ.δ.μ.1. ρίπτω, ρίχνω, πετώ•гранату ρίχνω χειροβομβίδα•
бросать якорь ρίχνω άγκυρα.
2. μετακινώ, στέλλω, κατευθύνω•бросать войска в бой ρίχνω στρατεύματα στη μάχη.
3. διαχέω, σκορπίζω•бросать тень ρίχνω σκιά•
солнце -ет лучи ο ήλιος ρίχνει, τις ακτίνες.
4. αποβάλλω ως άχρηστο•он крох не -ет αυτός δεν πετάει ούτε τα ψίχουλα.
|| τοποθετώ άταχτα•бросать одежду как попало αφήνω (πετώ) τα ενδύματα όπως και όπου λάχει.
5. αφήνω, εγκαταλείπω, παρατώ•бросать семью εγκαταλείπω την οικογένεια.
|| μτφ. παύω, σταματώ•бросать курить παύω να καπνίζω, κόβω το κάπνισμα•
-айте работу! σταματήστε τη δουλιά!
(απρόσ.) με πιάνει, με καταλαμβάνει•меня -ает то в жар, то в холод με πιάνει πότε ζέστη, πότε κρύο.
εκφρ.бросать деньги – σπαταλώ (σκορπίζω) τα χρήματα•бросать жребий – ρίχνω τον κύβο, το ζάρι (λύνω τι με την τύχη)•бросать камень ή камнем ή грязью – βάζω γάνες, αμαυρώνω•бросать оружие – πετώ το όπλο (παραδίνομαι, δειλιάζω)•бросать перчатку – α) πετώ το γάντι (προκαλώ σε μονομαχία)• β) μπαίνω σε αγώνα εναντίον κάποιου•бросать свет – ρίχνω φώς, φωτίζω (διευκρινίζω, διασαφηνίζω)•бросать тень – μτφ. αμαυρώνω.1. αλληλορίχνω•-снежками χιονοπολεμώ.
|| μτφ. περιφρονώ, δεν υπολογίζω•бросать людьми δεν λογαριάζω τους ανθρώπους (τον κόσμο).
2. σπεύδω, τρέχω•бросать на помощь τρέχω σε βοήθεια.
|| ρίχνομαι, πέφτω•бросать на колени πέφτω στα γόνατα•
бросать в объятия ρίχνομαι στην αγκαλιά, -ιές.
3. επιτίθεμαι, επιπίπτω, ορμώ, χυμώ, χύνομαι•собаки –ются на прохожих τα σκυλιά χύνονται στους διαβάτες.
|| τρώγω αχόρταγα•бросать на еду ρίχνομαι στο φαΐ.
4. πηδώ από ψηλά•бросать в воду ρίχνομαι στο νερό•
бросать в пропасть ρίχνομαι στο γκρεμό•
бросать с моста ρίχνομαι από το γεφύρι.
5. ρίχνομαι κλπ. ρ.μ. ενεργ. φ. (1, 2, 3 σημ.).εκφρ.бросать деньгами – σπαταλώ τα χρήματα•бросать словами, обещаниями – πετώ λόγια, δίνω υποσχέσεις (μιλώ ανεύθυνα)•бросать в глаза – χτυπώ στα μάτια (τραβώ την προσοχή, κάνω εντύπωση)•вино ή хмель -ется в голову – με χτυπά το κρασί στο κεφάλι (με μεθά)•краска ή кровь -ется в лицо – κοκκινίζω (από κάποιο αίσθημα)’ кровь -ется в голову μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι. -
30 дым
-а (-у), προθτ. о -е, в -у, πλθ. -ы а.1. καπνός•пороховой дым καπνός μπαρούτης•
густой дым πυκνός καπνός•
нет -а без огня δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά (υπάρχει αιτία)•
рассеяться как дым διαλύομαι σαν καπνός•
столбом στήλη καπνού.
|| φάντασμα, φάσμα όραμα• σκιά, χίμαιρα.2. παλ. σπίτι, ατομικό νοικοκυριό•дань с -а δόσιμο (φόρος) κατά σπίτι.
|| φόρος ανάλογα με τίς καπνοδόχους σε κάθε σπίτι.εκφρ.в дым – (απλ.) δυνατά, (στα) γερά•дым коромыслом, дым столбом, – θόρυβος, ταραχή, πατιρντί, σαματάς•я поругался в дым – μάλωσα στα γερά. -
31 затенять
-
32 заштриховка
-и θ.γραμμοσκίαση, -σκιά. -
33 исчезнуть
-ну, -нешь, παρλθ. χρ. исчез, -ла, -лоρ.σ. αμ.εξαφανίζομαι, γίνομαι άφαντος, αόρατος• εκλείπω, χάνομαι• σβήνω• αποχωρώ απαρατήρητα, διαφεύγω, υπεκφεύγω•из виду χάνομαι από τα μάτια, γίνομαι άφαντος•
эти слова -ли у меня из памяти αυτές οι λέξεις έσβησαν από τη μνήμη μου•
всё исчезло как тень όλα χάθηκαν σαν σκιά ή έγιναν καπνός•
он исчез в толпе αυτός χάθηκε στο πλήθος.
-
34 кидать
ρ.δ. μ.1. ρίχνω, ρίπτω, πετώ, βάλλω, εξακοντίζω•кидать камнями πετροβολώ, λιθοβολώ•
кидать невод ρίχνω το δίχτυ•
кидать тень ρίχνω σκιά•
кидать свет ρίχνω φως•
кидать взгляд ρίχνω ματιά.
|| μτφ. εκφέρω (βάζω) απανωτά, βροχηδόν (ερωτήματα, παρατηρήσεις κ.τ.τ.).2. απρόσ μου προκαλεί, μου φέρνει, μου έρχεται (για ζέστη, τρόμο, ιδρώτα κ.τ.τ.)• сон меня -ет ύπνος μου έρχεται, νυστάζω•меня -ет то в жар, то в холод μου έρχεται μια ζέστη, μια κρύο•
его -ет в дрожь τον πιάνει τρεμούλα.
εκφρ.кидать грязью – βάζω γάνες, αμαυρώνω (κατηγορώ, κατακρίνω).1. ρίχνομαι, πετάγομαι, εξακοντίζομαι.2. κατευθύνομαι, τρέχω γρήγορα. || ορμώ•кидать в объятия ρίχνομαι στην αγκαλιά•
собаки -лись на него τα σκυλιά ορμούσαν κατ' επάνω του.
|| αρέσκομαι•дети -ются на сласти τα παιδιά ρίχνονται στα γλυκά.
3. πηδώ•кидать в реку ρίχνομαι στο ποτάμι.
4. στριφογυρίζω, περιφέρομαι, πηγαίνω πέρα-δώθε.εκφρ.кидать в глаза – βλ. бросаться в глазе• вино ή хмель -ется в голову μεθώ, μεπιώνει το κρασί•кровь -ется в голову – μον ανεβαίνει•то – αίμα. στο κεφάλι.. -
35 отбросить
-бшу, -осишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отброшенный, βρ: -шен, -а, -оρ.σ.μ.1. ρίχνω, πετώ•отбросить камни от дороги πετώ τις πέτρες από το δρόμο.
|| αναμερίζω, παραμερίζω. || μτφ. αποβάλλω, διώχνω, βγάζω•отбросить сомнения βγάζω τις αμφιβολίες•
отбросить страх αποβάλλω το φόβο.
2. αποκρούω, απωθώ (επιτιθέμενο)..3. μτφ. (με τα ουσ. тень, свет, луч κ.τ.τ.)• ρίχνω•отбросить тень ρίχνω σκιά.
-
36 оттенить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ.1. φωτοσκιάζω, ρίχνω σκιά.2. μτφ. ξεχωρίζω, υπογραμμίζω, εξαίρω.ξεχωρίζω, διακρίνομαι. -
37 падать
ρ.δ.1. πέφτω•падать на змлю πέφτω στη γη•
падать с лошади πέφτω από το άλογο.
|| κατακάθομαι• λαχαίνω βγαίνω•-ет туман πέφτει ομίχλη•
выбор -ет на него η εκλογή πέφτει σ αυτόν•
зубк -ют τα δόντια πέφτουν•
ударение падает на последний слог ο τόνος πέφτει στη λήγουσα.
|| επιρρίπτομαι•тень -ет πέφτει σκιά•
свет -ет πέφτει φως.
|| ρίχνομαι•падать в объятия ρίχνομαι στην αγκαλιά•
-на колени πέφτω στα γόνατα.
|| γέρνω, είμαι έτοιμος να πέσω, καταρρέω, γκρεμίζομαι.2. ρίχνω•-ал мокрый снег έπεφτε χιονόνερο.
3. (για ενδυμασία, μαλλιά κ.τ.τ.) κρέμομαι. || μτφ. κατέρχομαι, κατεβαίνω, εκτείνομαι προς τα κάτω Γορέ•-ет к морю το βουνό εκτείνεται προς τα κάτω ως τη θάλασσα.
4. μτφ. υποπίπτω•на него -ет подозрение αυτόν τον υποπτεύονται.
5. μτφ. ελαττώνομαι, μειώνομαι, λιγοστεύω ξεπέφτω• εξασθενίζω•ветер -ет ο αέρας ξεπέφτει•
давление -ет η πίεση ελαττώνεται•
цены на товары -ют οι τιμές στα εμπορεύματα πέφτουν•
авторитет его с каждым днём -ет το κύρος του κάθε μέρα και πέφτει.
6. ξεπέφτω ηθικά.7. χάνω τη σημασία, την αξία•падать в глазах кого-л. ξεπέφτω στα μάτια κάποιου.
8. ψοφώ.9. βλ. пасть1 (3, 4 σημ.).εκφρ.падать от смеха (со смеху) – λιγώνομαι από τα γέλια, πέφτω κάτω από τα γέλια•падать дзьсом – χάνω το ηθικό, πέφτει το ηθικό μου. -
38 притенять
-
39 разостлать
расстелю, расстелешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разостланный, βρ: -лан, -а, -оρ.σ.μ.στρώνω• απλώνω•разостлать скатерть στρώνω το τραπεζομάντηλο•
разостлать лн απλώνω το λινάρι.
|| μτφ. διαχέω, ρίχνω•разостлать тень ρίχνω σκιά.
στρώνομαι, απλώνομαι. -
40 тучевой
επ.του σύννεφου, του νέφους•-ая тень σκιά του σύννεφου.
См. также в других словарях:
σκιά — σκιά̱ , σκιά shadow fem nom/voc/acc dual (ionic) σκιά̱ , σκιά shadow fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) σκιάς canopy fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκία — σκίᾱ , σκιάω overshadow pres imperat act 2nd sg σκίᾱ , σκιάω overshadow imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιᾷ — σκιά shadow fem dat sg (attic doric ionic aeolic) σκιάω overshadow pres subj mp 2nd sg σκιάω overshadow pres ind mp 2nd sg (epic) σκιάω overshadow pres subj act 3rd sg σκιάω overshadow pres ind act 3rd sg (epic) σκιάζω overshadow fut ind mid 2nd… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιά — Σκοτεινή ή μειωμένης φωτεινότητας περιοχή, που διαγράφεται πάνω σε μια επιφάνεια ανοιχτού χρώματος από την παρεμβολή ενός αδιαφανούς σώματος ανάμεσα στην επιφάνεια αυτή και σε μια φωτεινή πηγή. Η σκιά αυτή είναι σαφής στις διαστάσεις της, μόνο… … Dictionary of Greek
σκιά — η 1. ίσκιος: Κάθισε στη σκιά ενός δέντρου για να ξεκουραστεί. 2. αχώριστος σύντροφος: Έγινε η σκιά του. 3. επίπτωση, επίδραση: Οι ποιητές της γενιάς του 1880 βρίσκονται κάτω από τη βαριά σκιά του Παλαμά. 4. φάντασμα, άυλη υπόσταση: Είδε στον ύπνο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκιᾶ — σκιάω overshadow pres subj act 1st sg (doric aeolic) σκιάω overshadow pres ind act 1st sg (doric aeolic) σκιάζω overshadow fut ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκιά — Σκιάς canopy fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οὐ δέομαι φὶλου συμμεθισταμένου καὶ συνεπινεύοντος, ἡ γὰρ σκία ταῦτα ποιεῖ μᾶλλον. — См. Поддакивать … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
σκιᾶι — σκιᾷ , σκιά shadow fem dat sg (attic doric ionic aeolic) σκιᾷ , σκιάω overshadow pres subj mp 2nd sg σκιᾷ , σκιάω overshadow pres ind mp 2nd sg (epic) σκιᾷ , σκιάω overshadow pres subj act 3rd sg σκιᾷ , σκιάω overshadow pres ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιάσας — σκιά̱σᾱς , σκιάω overshadow pres part act fem acc pl (doric) σκιά̱σᾱς , σκιάω overshadow pres part act fem gen sg (doric) σκιά̱σᾱς , σκιάω overshadow aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic) σκιά̱σᾱς , σκιάζω overshadow fut part… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιαγραφήσει — σκιᾱγραφήσει , σκιαγραφέω paint with the shadows aor subj act 3rd sg (epic) σκιᾱγραφήσει , σκιαγραφέω paint with the shadows fut ind mid 2nd sg σκιᾱγραφήσει , σκιαγραφέω paint with the shadows fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)