-
1 πορος
ὅ1) место переправы, переправа, перевоз(Ἀλφειοῖο Hom.)
Πλούτωνος π. Aesch. = Στύξ ; ὅ π. τῆς διαβάσιος Her. — место переправы;πόρον οὐ διαβὰς ποταμοῖο Aesch. — не переправившись через реку2) пролив Hes., Aesch.π. Ἕλλης Arph. = Ἑλλήσποντος
3) море ( как проход или путь)(Ἰόνιος π. Pind.; Εὔξεινος π. Eur.)
4) поэт. течениеῥυτοὴ πόροι Aesch. — текучая вода;
πόροι ἁλός Hom. и ἐνάλιοι πόροι Aesch. — морские течения, т.е. моря;π. Σκαμάνδρου Aesch. — река Скамандр;βίου π. Pind. — течение (река) жизни5) искусственная переправа, мостλύειν τὸν πόρον Her. — разрушить мост
6) дорога, путь(οἰωνῶν Aesch.)
πορφυρόστρωτος π. Aesch. — устланный пурпуром путь;Διὸς πραπίδων πόροι Aesch. — пути Зевсовых мыслей7) анат. канал, пора(πόροι σπερματικοί Arst.)
τροφῆς π. Arst. — пищевод8) выход, способ, средство(πόρον τινὸς ἀνευρεῖν Her.; π. ἐξ ἀμηχάνων Aesch.; π. κακῶν Eur.)
πόροι πρὸς τὸ πολεμεῖν Xen. — способы (успешного) ведения войны;περὴ ἱματίων τίς π. ἔσται ; Arph. — каким способом раздобыть одежды?;τίν΄ ἀπορῶν εὕρω πόρον ; Eur. — как бы найти мне выход из безвыходного положения?9) доход, поступление, средства к жизниπ. и πόροι προσόδων или χρημάτων Xen., Dem. — денежные средства;
πόροι ἢ περὴ προσόδων — доходы или о поступлениях ( название сочинения Ксенофонта)10) поездка, путешествиеμακρᾶς κελεύθου π. Aesch. — далекое путешествие, дальний путь
-
2 πόρος
ὁ πόρος 1. переход, путь через что, переправа; 2. отверстие, проход (ср. лат. porta; поры) -
3 Πόρος
-
4 πόρος
ο1) проход; 2) брод, переправа; 3) перевал; 4) источник дохода, доход;οι πόροι — ресурсы;
άδηλοι -οι а) ΒΚ. невидимые доходы; б) доходы из сомнительных источников;5) пора (тж. анат.) -
5 πόρος
[порос] ουσ α проход, поры кожи, доход. -
6 ναυπορος
-
7 ναυσιπορος
-
8 αγχιπορος
-
9 αεροπορος
-
10 Αιγαιος
I3эгейский(πόντος Xen.; πέλαγος Aesch.)
Αἰ. πόρος и Αἰγαίη ἅλς Eur. = Αἰ. πόντος;IIὅ (sc. πόντος) Эгейское море Arph., Plut. -
11 ακροπορος
-
12 ακυμων
-
13 αλιπορος
-
14 αλιτενης
21) тянущийся вдоль моря, приморский(πέτρα Diod., Cic.)
2) неглубокий, мелкий(τὸ τῆς Μαιώτιδος στόμα Polyb.; πόρος ἁ. καὴ στενός Diod.)
3) плоскодонный(ναῦς Plut.)
-
15 αλμηεις
-
16 αμευσιπορος
-
17 αντιπορος
-
18 απορος
21) непроходимый, труднопроходимый, непроезжий(ὁδός, ὄρη Xen.; ἄτραπος Plut.)
; непереходимый(ποταμός Xen.; πέλαγος Plat.)
2) не(пре)одолимый, непобедимый(ἄνεμος Her.; πάθη Soph.; φόβος Plat.)
3) неутолимый(ἀλγηδών Soph.)
4) неприступный5) трудный, затруднительный(ζήτησις Plat.)
6) недостижимый, недоступный(σωτηρία Plat.)
7) скудный, бедный(δίαιτα Plat.; βίος Plut.)
; неимущий(ἄνθρωποι Thuc.)
8) беспомощный, недоумевающий, затрудняющийся(τῇ γνώμῃ Thuc.)
ἄ. ἐπ΄ οὐδέν Soph. — не зная никаких трудностей;ἄποροι ὄντες ἔχειν τὰ ἐπιτήδεια Xen. — не зная, как им добыть продовольствие9) шаткий, неверный(ἐλπίδες Plut.)
-
19 Αρεας
πόρος ὅ Арейский проход ( местность на о-ве Сицилия) Pind. -
20 ασβεστος
I1) не гаснущий, неугасимый(φλόξ Hom.; λύχνος Plut.; πῦρ Anth.)
2) немеркнущий(κλέος Hom., Anth.; ἐργμάτων καλῶν ἀκτίς Pind.)
3) неослабевающий, несмолкающий(βοή, γέλως Hom.)
4) неукротимый(μένος Hom.)
5) непрекращающийся, неиссякающий(πόρος Ὠκεανοῦ Aesch.)
IIἥ (sc. τίτανος) негашеная известь Plut.ὅ предполож. асбест Plin.
См. также в других словарях:
πόρος — means of passing a river masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόρος — I Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην… … Dictionary of Greek
Πόρος — Sp Pòras Ap Πόρος/Poros L s. Egėjo s. (Sarono įl.) ir mst. Kefalinijoje, Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
πόρος — ο 1. στενό πέρασμα ποταμού, λίμνης, θάλασσας. 2. μικρή τρύπα απ όπου περνά κυρ. υγρό: Πόροι του σώματος. 3. εισόδημα, πρόσοδος: Έμεινε χήρα χωρίς πόρους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακουστικός πόρος — Τμήμα του αφτιού. Διακρίνονται δύο πόροι, ο έσω και ο έξω. Ο έσω πόρος είναι οστέινος σωλήνας, μήκους 1 εκ., πλάτους και ύψους 0,5 εκ. και βρίσκεται μέσα στο λιθοειδές οστό. Το έξω άκρο του αντιστοιχεί στον λαβύρινθο (έσω ους) και το έσω άκρο του … Dictionary of Greek
Κάτω Πόρος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ., 68 κάτ.) του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 28 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ρεθύμνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λαππαίων … Dictionary of Greek
πόρω — πόρος means of passing a river masc nom/voc/acc dual πόρος means of passing a river masc gen sg (doric aeolic) πόρω furnish aor subj act 1st sg πορόω furnish with pores pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) πορόω furnish with pores imperf ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Порос — (Πορος) принадлежащий Греции о в у южного входа в Эгинский залив; отделен от Пелопоннеса узким каналом. Город П. (около 5000 жителе и) был некоторое время резиденцией греческого правительства и главной военной гаванью. Здесь 25 авг. 1831 г.… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
ПОРОС — • Πόρος, см. Πενία, Пения … Реальный словарь классических древностей
Κορυζής, Αλέξανδρος — (Πόρος 1885 – Αθήνα 1941). Οικονομολόγος, πρωθυπουργός της χώρας κατά τη γερμανική επίθεση του 1941. Σε πολύ νεαρή ηλικία διορίστηκε στην Εθνική Τράπεζα (1903), όπου σημείωσε ταχεία άνοδο στην ιεραρχία. Συνέβαλε, από το 1915, στην οργάνωση κλάδου … Dictionary of Greek
Μποδοσάκης, Αθανασιάδης — (Πόρος Νίγδης, Μικρά Ασία 1891 – Αθήνα 1979). Βιομήχανος. Από μικρή ακόμη ηλικία, άρχισε να ασχολείται με το εμπόριο και τις βιομηχανικές επενδύσεις στη Μερσίνα και αργότερα στην Κωνσταντινούπολη. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή (1922)… … Dictionary of Greek