-
1 πρυμνήσιος
πρυμνήσιος, zum Schiffshintertheile gehörig; bes. τὰ πρυμνήσια, sc. δεσμά od. σχοινία, die Taue, mit denen das Schiff vom Hintertheile aus am Lande befestigt wurde; ἐκ δ' εὐνὰς ἔβαλον, κατὰ δὲ πρυμνήσι' ἔδησαν, Il. 1, 436 Od. 15, 498; πρυμνήσι' ἔλυσαν, 2, 418; im Ggstz von πρυμνήσι' ἀνάψαι, 9, 137; πρυμνησίων ξυνεμβόλοις, Aesch. Ag. 957; ἀνημμένοι κάλως πρυμνησίοισιν, Eur. Herc. F. 479; τὰ πρ. τῶν νεῶν ἀποκόπτειν, Plut. Lucull. 12. Uebtr. sagt Mel. 44 (XII, 159) ἐν σοὶ τἀμὰ βίου πρυμνήσι' ἀνῆπται.
-
2 πρυμνησιος
-
3 πρυμνήσιος
πρυμνήσιοςof a stern: masc nom sg -
4 πρυμνήσιος
πρυμνήσιος, zum Schiffshinterteile gehörig; bes. τὰ πρυμνήσια, sc. δεσμά od. σχοινία, die Taue, mit denen das Schiff vom Hinterteile aus am Lande befestigt wurde -
5 πρυμνήσιος
II mostly neut. pl. πρυμνήσια (sc. δεσμά), stern-cables,κατὰ.. π. ἔδησαν Il.1.436
;ἀνάψαι Od.9.137
;ἀνά.. π. λῦσαι 9.178
, cf. 2.418, al.: metaph.,ἐν σοὶ τἀμὰ βίου πρυμνήσι' ἀνῆπται AP12.159
(Mel.), cf. PMag.Berol.1.346.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρυμνήσιος
-
6 πρυμνησίων
πρυμνήσιοςof a stern: fem gen plπρυμνήσιοςof a stern: masc /neut gen pl -
7 πρυμνήσιον
πρυμνήσιοςof a stern: masc acc sgπρυμνήσιοςof a stern: neut nom /voc /acc sg -
8 πρυμνησίοισι
πρυμνήσιοςof a stern: masc /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
9 πρυμνησίου
πρυμνήσιοςof a stern: masc /neut gen sg -
10 πρυμνήσια
πρυμνήσιοςof a stern: neut nom /voc /acc pl -
11 πρυμνήσι'
πρυμνήσια, πρυμνήσιοςof a stern: neut nom /voc /acc plπρυμνήσιε, πρυμνήσιοςof a stern: masc voc sgπρυμνήσιαι, πρυμνήσιοςof a stern: fem nom /voc pl -
12 πρυμνησία
πρυμνησίᾱ, πρυμνήσιοςof a stern: fem nom /voc /acc dualπρυμνησίᾱ, πρυμνήσιοςof a stern: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
13 prymnesius
prymnēsius, a, um (πρυμνήσιος), zum Schiffshinterteile gehörig, palus, zum Anbinden des Schiffes am Ufer, Lucil. 1371; vgl. Paul. ex Fest. 224, 16.
-
14 πρυμνητικός
πρυμνητικός, = πρυμνήσιος, Ath.
-
15 кормовой
кормов||о́й Iприл τής ζωοτροφής, τής φορβής, τής νομής:\кормовойые травы ἡ χορτονομή· \кормовойая свекла τό γογγύλι, τό παντζάρι· \кормовойая база τά ἀποθέματα ζωοτροφών.кормов||о́й IIприл мор. πρυμνήσιος, πρυμναίος, πρυμ(ν)ιός:\кормовойое весло τό πρυμνήσιο κουπί· \кормовой ветер ὁ πρύμος ἄνε-μος· \кормовой канат τά πρυμνήσια σχοινιά, οἱ πρυμάτσες· \кормовой флаг ἡ σημαία τοῦ πλοίου. -
16 prymnesius
prymnēsius, a, um (πρυμνήσιος), zum Schiffshinterteile gehörig, palus, zum Anbinden des Schiffes am Ufer, Lucil. 1371; vgl. Paul. ex Fest. 224, 16.Ausführliches Lateinisch-deutsches Handwörterbuch > prymnesius
-
17 πρυμνητικός
Aπρυμνήσιος, ἄφλαστα Callix.1
.II -κή, ἡ, poop-awning, PCair. Zen.54.4,19 (iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρυμνητικός
-
18 Stern
subs.From the stern, adv.: V. πρύμνηθεν.Of the stem, adj.: V. πρυμνήσιος, πρυμνήτης.With shapely stem: V. εὔπρυμνος.——————adj.P. and V. τραχύς, πικρός, σκληρός, σχέτλιος, ἀγνώμων, βαρύς, Ar. and P. χαλεπός; see Cruel, Unsociable, Stubborn.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Stern
См. также в других словарях:
πρυμνήσιος — of a stern masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυμνήσιος — α, ο / πρυμνήσιος, ία, ον, ΝΑ 1. αυτός που βρίσκεται ή ανήκει στην πρύμνη, πρυμναίος («κάλως πρυμνησίοισι», Ευρ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πρυμνήσια ναυτ. το σύνολο τών σχοινιών ή συρματόσχοινων, σήμερα, με τα οποία προσδένεται η πρύμνη… … Dictionary of Greek
πρυμνησίων — πρυμνήσιος of a stern fem gen pl πρυμνήσιος of a stern masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυμνήσιον — πρυμνήσιος of a stern masc acc sg πρυμνήσιος of a stern neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυμνησίοισι — πρυμνήσιος of a stern masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυμνησίου — πρυμνήσιος of a stern masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυμνήσια — πρυμνήσιος of a stern neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυμνήσι' — πρυμνήσια , πρυμνήσιος of a stern neut nom/voc/acc pl πρυμνήσιε , πρυμνήσιος of a stern masc voc sg πρυμνήσιαι , πρυμνήσιος of a stern fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρυμνησία — πρυμνησίᾱ , πρυμνήσιος of a stern fem nom/voc/acc dual πρυμνησίᾱ , πρυμνήσιος of a stern fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ήσιος — κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής. Στην Αρχαία η κατάλ. ήσιος εμφανίζεται, κυρίως, αφ ενός μεν σε θέματα με χαρακτήρα οδοντικό (πρβλ. βιοτήσιος, φιλοτήσιος κ.ά.), αφ ετέρου δε σε επίθετα που έχουν χρονική σημασία (πρβλ … Dictionary of Greek
πρυμνήτης — ο, ΝΑ νεοελλ. 1. ναυτ. ναύτης τού πολεμικού ναυτικού που έχει υπηρεσία στην πλευρά τής πρύμνης 2. ως επίθ. (για άνεμο) αυτός που πνέει από το μέρος τής πρύμνης, ο ούριος αρχ. 1. κυβερνήτης ή πηδαλιούχος, τού οποίου η θέση ήταν στην πρύμνη, ο… … Dictionary of Greek