Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

πρυμνήσιος

  • 1 кормовой

    кормов||о́й I
    прил τής ζωοτροφής, τής φορβής, τής νομής:
    \кормовойые травы ἡ χορτονομή· \кормовойая свекла τό γογγύλι, τό παντζάρι· \кормовойая база τά ἀποθέματα ζωοτροφών.
    кормов||о́й II
    прил мор. πρυμνήσιος, πρυμναίος, πρυμ(ν)ιός:
    \кормовойое весло τό πρυμνήσιο κουπί· \кормовой ветер ὁ πρύμος ἄνε-μος· \кормовой канат τά πρυμνήσια σχοινιά, οἱ πρυμάτσες· \кормовой флаг ἡ σημαία τοῦ πλοίου.

    Русско-новогреческий словарь > кормовой

  • 2 Stern

    subs.
    P. and V. πρύμνα, ἡ, Ar. and V. πρύμνη, ἡ.
    From the stern, adv.: V. πρύμνηθεν.
    Of the stem, adj.: V. πρυμνήσιος, πρυμνήτης.
    With shapely stem: V. εὔπρυμνος.
    ——————
    adj.
    P. and V. τραχύς, πικρός, σκληρός, σχέτλιος, ἀγνώμων, βαρς, Ar. and P. χαλεπός; see Cruel, Unsociable, Stubborn.
    Stern ( of looks): P. and V. σκυθρωπός, V. στυγνός.
    met., difficult: Ar. and P. χαλεπός; see Difficult.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Stern

См. также в других словарях:

  • πρυμνήσιος — of a stern masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρυμνήσιος — α, ο / πρυμνήσιος, ία, ον, ΝΑ 1. αυτός που βρίσκεται ή ανήκει στην πρύμνη, πρυμναίος («κάλως πρυμνησίοισι», Ευρ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πρυμνήσια ναυτ. το σύνολο τών σχοινιών ή συρματόσχοινων, σήμερα, με τα οποία προσδένεται η πρύμνη… …   Dictionary of Greek

  • πρυμνησίων — πρυμνήσιος of a stern fem gen pl πρυμνήσιος of a stern masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρυμνήσιον — πρυμνήσιος of a stern masc acc sg πρυμνήσιος of a stern neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρυμνησίοισι — πρυμνήσιος of a stern masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρυμνησίου — πρυμνήσιος of a stern masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρυμνήσια — πρυμνήσιος of a stern neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρυμνήσι' — πρυμνήσια , πρυμνήσιος of a stern neut nom/voc/acc pl πρυμνήσιε , πρυμνήσιος of a stern masc voc sg πρυμνήσιαι , πρυμνήσιος of a stern fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρυμνησία — πρυμνησίᾱ , πρυμνήσιος of a stern fem nom/voc/acc dual πρυμνησίᾱ , πρυμνήσιος of a stern fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ήσιος — κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής. Στην Αρχαία η κατάλ. ήσιος εμφανίζεται, κυρίως, αφ ενός μεν σε θέματα με χαρακτήρα οδοντικό (πρβλ. βιοτήσιος, φιλοτήσιος κ.ά.), αφ ετέρου δε σε επίθετα που έχουν χρονική σημασία (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • πρυμνήτης — ο, ΝΑ νεοελλ. 1. ναυτ. ναύτης τού πολεμικού ναυτικού που έχει υπηρεσία στην πλευρά τής πρύμνης 2. ως επίθ. (για άνεμο) αυτός που πνέει από το μέρος τής πρύμνης, ο ούριος αρχ. 1. κυβερνήτης ή πηδαλιούχος, τού οποίου η θέση ήταν στην πρύμνη, ο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»