-
1 ποταμος
ὅ река Hom., Hes., Trag., Plat. etc.ἄνω ποταμῶν χωροῦσι παγαί погов. Eur. — реки текут к своим источникам, т.е. все стало вверх дном;
ἄνω γὰρ ποταμῶν τοῦτό γε Luc. — это ведь было бы шиворот-навыворот -
2 Ποταμος
-
3 ποταμός
ὁ ποταμός река (ср. Месопотамия; гиппопотам) -
4 ποταμός
{сущ., 16}река, поток, ручей.Синонимы: 5493 ( χείμαρρος).Ссылки: Мф. 7:25, 27; Мк. 1:5; Лк. 6:48, 49; Ин. 7:38; Деян. 16:13; 2Кор. 11:26; Откр. 8:10; 9:14; 12:15, 16; 16:4, 12; 22:1, 2.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ποταμός
-
5 ποταμός
{сущ., 16}река, поток, ручей.Синонимы: 5493 ( χείμαρρος).Ссылки: Мф. 7:25, 27; Мк. 1:5; Лк. 6:48, 49; Ин. 7:38; Деян. 16:13; 2Кор. 11:26; Откр. 8:10; 9:14; 12:15, 16; 16:4, 12; 22:1, 2.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ποταμός
-
6 ποταμὸς
рекаποταμόςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ποταμὸς
-
7 ποταμός
рекаποταμὸςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ποταμός
-
8 πόταμος
ο большая река -
9 ποταμός
ο река;τό στόμιο ( — или η εκβολή) τού ποταμού — устье реки;
§ 8νω ποταμών — а) ни в какие ворота не лезет; — полный абсурд; — б) всё шиворот-навыворот, полная неразбериха
-
10 ποταμός
река, поток, ручей; син. χείμαρρος.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ποταμός
-
11 ποταμός
-
12 Ό,τι παίρνει ο ποταμός, δεν το γυρίζει πίσω
Ό,τι παίρνει ο ποταμός, δεν το γυρίζει πίσω– Τα χαμένα μαζεμένα δε γίνονται• Что с возу упало, то пропалоИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Ό,τι παίρνει ο ποταμός, δεν το γυρίζει πίσω
-
13 Ινδός ποταμός
ο р. Инд -
14 Κίτρινος ποταμός
ο р. Хуанхэ -
15 Άγιωργίτικος
-
16 αναβαινω
поэт. тж. ἀμβαίνω1) всходить, подниматься или влезатьἀ. ἐπὴ τὸν ἵππον или ἐφ΄ ἵππον Xen. — садиться на коня;2) подниматься, вздыматьсяἢν ἐπ΄ ἑκκαίδεκα πήχεας ἀναβῇ ὅ ποταμός Her. — если уровень реки поднимается на 16 пехиев;
ἀναβαινόντων τῶν ἔργων Plut. — когда воздвигались строения3) всходить на ложе, ложиться в постельκαθεῦδ΄ ἀναβάς Hom. — улегшись, он уснул
4) садиться на корабльἀναβάντες ἐπέπλεον Hom. или ἔπλεον Xen. — погрузившись на судно ( или суда), они поплыли;
ἐς Τροίην ἀ. Hom. — отправляться на кораблях в Трою;ἀ. ἀπὸ Κρήτης Hom. — отплывать от (берегов) Крита5) (sc. ἐπὴ τὸ βῆμα) выступать с речьюἀ. εἰς τὸ πλῆθος Plat. — говорить публично
6) являться, приходитьἀνάβητε τούτων μάρτυρες Lys. — пусть придут свидетели этого7) отправляться (преимущ. от побережья вглубь страны)(ἐς τοὺς Βακτρίους Her.; ἐς τέν Λυκίαν Thuc.)
ἀναβεβηκότες παρά τινα Plat. — отправившиеся к кому-л.8) ступать (по чему-л.), топтать, попирать(νεκροῖς Hom.)
9) доходить, достигатьὁ ποταμὸς ἀναβαίνει ἐς τὰς ἀρούρας Her. — река залила пашни;
ἐπειδέ ἐνταῦθα ἀναβεβήκαμεν τοῦ λόγου Plat. — поскольку мы в своей беседе дошли до этого10) переходитьἀναβῆναι ἔς τινα Her. — (о царской власти) перейти к кому-л.
11) происходить, совершатьсяἀ. ἀπό τινος Xen. — быть последствием чего-л.;
ἢν μὲν τῇ σὺ λέγεις ἀναβαίνῃ τὰ πρήγματα Her. — если дела закончатся так, как ты говоришь;φάτις ἀνθρώπους ἀναβαίνει ἐσθλή Hom. — среди людей идет добрая слава (о ком-л.)12) ( о животных) покрывать(τὰς θηλέας Her.)
13) сажатьἀ. ἄνδρας ἐπὴ καμήλους Her. — (приказывать) посадить людей на верблюдов;
νὼ ἀναβησάμενοι Hom. — посадив нас обоих (на корабль) -
17 πληρης
21) полный, наполненный(κρατῆρες Eur.; τὸ θέατρον Isocr.; κόφινοι NT.; ἄστυ πλῆρες οἰκιέων Her.; Ἕλλησι βαρβάροις θ΄ ὁμοῦ πλήρεις πόλεις Eur.)
ποταμὸς π. ἰχθύων Xen. — изобилующая рыбами река;κενῶν δοξασμάτων π. Eur. — полный вздорных мнений;Λεύκιππος καὴ Δημόκριτος στοιχεῖα τὸ πλῆρες καὴ τὸ κενὸν εἶναί φασι Arst. — Левкипп и Демокрит говорят, что (первичными) элементами являются полнота и пустота;ἐπεὰν π. γένηται ὅ ποταμός Her. — когда река выходит из берегов;οὐ πλήρεος ἐόντος τοῦ κύκλου Her. — так как не было полнолуния;τέσσερα ἔτεα πλήρεα Her. — четыре полных года;ἐπειδέ πλήρεις ἦσαν αἱ νῆες Thuc. — когда корабли были укомплектованы;π. ἐστὴ θηεύμενος Her. — он насмотрелся вдоволь2) сплошь покрытый(λέπρας NT.)
3) преисполненный(δόλου NT.)
4) полный, выданный сполна(μισθός NT.)
-
18 αβατος
1) непроходимый, недоступный(ἐρημία Aesch.; Παρνησιάδες κορυφαί Eur.; ὄρος Soph.; οὔρεα Her.; ποταμός Xen.; ὁδός Plut.)
2) запретный, заповедный, священный(φυλλὰς θεοῦ Soph.; πέδον Eur.; ἱερόν Plat., Plut.)
3) неприступный, целомудренный, непорочный, чистый(ψυχή Plat., Plut.; ἥ ἔλαφος, γυνή Luc.)
4) необъезженный(ἵππος Luc.)
5) мешающий ходить, сковывающий движения(πόνος Luc.)
-
19 αβροχος
21) неорошенный, безводный или засушливый(πεδία Eur.)
2) не окунутый в воду, сухой(μόλιβος Anth.)
μία μοι ἄγκυρα ἔτι ἄ. погов. Luc. — есть у меня еще один сухой якорь, т.е. еще одно неиспробованное средство;ἄβροχον διαβιβάζειν στρατόν Luc. — переправить войско по-суху3) не впадающий в море(ὕδωρ = Ἀλφειὸς ποταμός Anth.)
-
20 αγνορυτος
См. также в других словарях:
ποταμός ο — και ποτάμι, το 1. φυσική δίοδος υδάτινου ρεύματος που χαρακτηρίζεται από σχετική σταθερότητα κοίτης και στάθμης. 2. μτφ., μεγάλη ποσότητα υγρού: Ποτάμι το αίμα έτρεξε στη μάχη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ποταμός — river masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποταμός — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… … Dictionary of Greek
πόταμος — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… … Dictionary of Greek
Ποταμός — Sp Potãmas Ap Ποταμός/Potamos L Kerkyra ir Kityra, Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Ερυθρός ποταμός — Ποταμός (1.200 χλμ.) της Κίνας, που πηγάζει από τα βουνά Γιουνάν (σε υψόμετρο 2.170 μ.). Ο ποταμός, που ονομάζεται από τους Κινέζους Σονγκ Κόι, διασχίζει το βόρειο Βιετνάμ και εκβάλλει στον κόλπο του Toνκίν, σχηματίζοντας μεγάλο δέλτα. Βλ. λ.… … Dictionary of Greek
Κίτρινος ποταμός — (κινεζ. Χουάνγκ Xo). Ποταμός (4.845 χλμ.) της Κίνας, ο δεύτερος σε μήκος και σε λεκάνη απορροής (745.000 τ. χλμ.) μετά τον Γιανγκτσέ. Ο Κ.π. πηγάζει από το υψίπεδο του Θιβέτ, Ν της οροσειράς Κουνλούν, λίγο πιο ψηλά από τις λίμνες Τσαρίνγκ και… … Dictionary of Greek
Γιανγκτσέ ή Γιανγκτσέ Κιανγκ — Ποταμός (5.552 χλμ.) της Κίνας, ο μεγαλύτερος της Ασίας και τέταρτος στον κόσμο μετά τον Νείλο, τον Μισισιπή Μιζούρι και τον Αμαζόνιο Ουκαγιάλι. Έχει λεκάνη απορροής 2.000.000 τ. χλμ. και αποτελεί μεγάλη συγκοινωνιακή αρτηρία μεταξύ της παράκτιας … Dictionary of Greek
Αγκαρά ή Ανγκαρά — Ποταμός (1.799 χλμ.) της Σιβηρίας. Διαρρέει την περιοχή του Ιρκούτσκ και την ακραία περιοχή του Κρασνογιάρσκ. Πηγάζει από το ΝΔ άκρο της λίμνης Βαϊκάλης και είναι δεξιός παραπόταμος του ποταμού Γιενισέι. Ο ποταμός είναι πλωτός από το Ιρκούτσκ έως … Dictionary of Greek
Καρπενησιώτης — Ποταμός (15 χλμ.) της Στερεάς Ελλάδας στον νομό Ευρυτανίας. Διασχίζει το λεκανοπέδιο του Καρπενησίου, απ’ όπου προέρχεται και η ονομασία του. Ακολουθεί παράλληλη πορεία με την οδό Καρπενησίου Προυσού και αργότερα ενώνεται με τους ποταμούς… … Dictionary of Greek
Σάβος — Ποταμός της βόρειας πρώην Γιουγκοσλαβίας, δεξιός παραπόταμος του Δούναβη, που φτάνει στο Βελιγράδι ύστερα από ρου 712 χλμ (είναι ο μακρύτερος ποταμός που ρέει σε όλο το μήκος του στη Σλοβενία, Κροατία, Σερβία, Βοσνία Ερζεγοβίνη). Πηγάζει από τη… … Dictionary of Greek