Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

πολιορκητής

См. также в других словарях:

  • πολιορκητής — taker of cities masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολιορκητής — ο, ΝΜΑ [πολιορκώ] 1. αυτός που πολιορκεί πόλη ή φρούριο 2. προσωνυμία τού Δημητρίου, γιου τού Αντιγόνου …   Dictionary of Greek

  • πολιορκητής — ο αυτός που αποκλείει, πολιορκεί πόλη ή φρούριο: Οι πολιορκητές έκοψαν τα νερά της πόλης που πολιορκούσαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Δημήτριος ο Πολιορκητής — (336; – 283/2 π.Χ.). Βασιλιάς της Μακεδονίας. Ήταν γιος του Αντίγονου του Μονόφθαλμου και μνημονεύεται για πρώτη φορά στον πόλεμο εναντίον του Ευμένη (317). Το 312 διοικούσε τον στρατό του πατέρα του στη μάχη της Γάζας. Το 307 έγινε κύριος της… …   Dictionary of Greek

  • ПОЛИОРКЕТ —    • Πολιορκήτης,          см. Demetrius, Деметрий, 1 …   Реальный словарь классических древностей

  • πολιορκηταῖς — πολιορκητής taker of cities masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολιορκηταί — πολιορκητής taker of cities masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολιορκητοῦ — πολιορκητής taker of cities masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολιορκητῇ — πολιορκητής taker of cities masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολιορκητήν — πολιορκητής taker of cities masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολιορκητῶν — πολιορκητής taker of cities masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»