-
1 πολιορκητης
- οῦ ὅ полиоркет, осаждающий города (прозвище Деметрия, сына Антигона, 337-283 гг. до н.э.) Diod., Plut. -
2 πολιορκητής
πολιορκητήςtaker of cities: masc nom sg -
3 πολιορκητής
ο тот, кто осаждает, осаждающий (тж. перен.); участник осады -
4 πολιορκητής
-
5 πολιορκητής
[полиоркитис] ουσ α осаждающий. -
6 πολιορκητής
A taker of cities, surname of Demetrius son of Antigonus, Phld.Hom.p.55 O., D.S.20.92, Plu.Demetr.42, Arist.6 (pl.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολιορκητής
-
7 πολιορκητής
πολι-ορκητής, ὁ, der Städtebelagerer; bekannter Beiname des Demetrius -
8 πολιορκηταί
πολιορκητήςtaker of cities: masc nom /voc pl -
9 πολιορκητήν
πολιορκητήςtaker of cities: masc acc sg (attic epic ionic) -
10 πολιορκητάς
πολιορκητά̱ς, πολιορκητήςtaker of cities: masc acc plπολιορκητά̱ς, πολιορκητήςtaker of cities: masc nom sg (epic doric aeolic) -
11 Δημητριος
I3относящийся к Деметре, деметрин, т.е. сельский(βίος Aesch.)
IIдор. Δᾱμάτριος (μᾱ) ὅ Деметрий1) ὅ Φαληρεύς, афинский государственный деятель и писатель, 345-283 гг. до н.э. Plut.2) ὅ Πολιορκητής, сын Антигона, полководец и царь Македонии с 294 г. по 287 г. до н.э., ум. в 283 г. до н.э. Plut., Diod.3) ὅ Σωτήρ, царь Сирии с 162 г. по 150 г. до н.э. Polyb. -
12 πολιορκητή
-
13 πολιορκητῇ
-
14 πολιορκηταίς
-
15 πολιορκηταῖς
-
16 πολιορκητού
-
17 πολιορκητοῦ
-
18 πολιορκητών
-
19 πολιορκητῶν
См. также в других словарях:
πολιορκητής — taker of cities masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιορκητής — ο, ΝΜΑ [πολιορκώ] 1. αυτός που πολιορκεί πόλη ή φρούριο 2. προσωνυμία τού Δημητρίου, γιου τού Αντιγόνου … Dictionary of Greek
πολιορκητής — ο αυτός που αποκλείει, πολιορκεί πόλη ή φρούριο: Οι πολιορκητές έκοψαν τα νερά της πόλης που πολιορκούσαν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Δημήτριος ο Πολιορκητής — (336; – 283/2 π.Χ.). Βασιλιάς της Μακεδονίας. Ήταν γιος του Αντίγονου του Μονόφθαλμου και μνημονεύεται για πρώτη φορά στον πόλεμο εναντίον του Ευμένη (317). Το 312 διοικούσε τον στρατό του πατέρα του στη μάχη της Γάζας. Το 307 έγινε κύριος της… … Dictionary of Greek
ПОЛИОРКЕТ — • Πολιορκήτης, см. Demetrius, Деметрий, 1 … Реальный словарь классических древностей
πολιορκηταῖς — πολιορκητής taker of cities masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιορκηταί — πολιορκητής taker of cities masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιορκητοῦ — πολιορκητής taker of cities masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιορκητῇ — πολιορκητής taker of cities masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιορκητήν — πολιορκητής taker of cities masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιορκητῶν — πολιορκητής taker of cities masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)