-
1 περισσεῦσαι
сделать изобильнойπερισσεύσαιΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > περισσεῦσαι
-
2 περισσεύσαι
пусть сделает изобильнымиπερισσεῦσαιΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > περισσεύσαι
См. также в других словарях:
περισσεύσαι — περισσεύσαῑ , περισσεύω to be over and above aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισσεῦσαι — περισσεύω to be over and above aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισσεύω — και περιττεύω ΝΜΑ και περ(ι)σσεύγω και περσεύω Ν [περισσός / περιττός] 1. πλεονάζω, ξεπερνώ τον απαιτούμενο ή τον κανονικό αριθμό, μένω ως υπόλοιπο («μύριοί εἰσιν τὸν ἀριθμόν, εἷς δὲ περισσεύει», Ησίοδ.) 2. είμαι υπερεπαρκής, αφθονώ, έχω… … Dictionary of Greek
Love of God — Part of a series on God General conceptions … Wikipedia