Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

περισσεύσαι

См. также в других словарях:

  • περισσεύσαι — περισσεύσαῑ , περισσεύω to be over and above aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισσεῦσαι — περισσεύω to be over and above aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισσεύω — και περιττεύω ΝΜΑ και περ(ι)σσεύγω και περσεύω Ν [περισσός / περιττός] 1. πλεονάζω, ξεπερνώ τον απαιτούμενο ή τον κανονικό αριθμό, μένω ως υπόλοιπο («μύριοί εἰσιν τὸν ἀριθμόν, εἷς δὲ περισσεύει», Ησίοδ.) 2. είμαι υπερεπαρκής, αφθονώ, έχω… …   Dictionary of Greek

  • Love of God — Part of a series on God General conceptions …   Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»