-
1 περισεσάλπισται
περί-σαλπίζωsound the trumpet: perf ind mp 3rd sg -
2 περισαλπίζω
A sound trumpets around:—[voice] Pass., οὐ περισεσάλπισται or - πικται has never had the trumpets sounding round him, Eudamid. ap. Plu.2.192b (=Stob.4.13.65).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περισαλπίζω
См. также в других словарях:
περισεσάλπισται — περί σαλπίζω sound the trumpet perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισαλπίζω — ΜΑ 1. σαλπίζω γύρω από κάτι, ηχώ με τη σάλπιγγα γύρω από κάτι («ὧν ἄν ὁ μῡθος περισαλπίσῃ τὰ ὦτα», Συνέσ.) 2. παθ. φρ. «οὐ περισεσάλπισται [ή ικται]» ποτέ δεν ήχησαν οι σάλπιγγες γύρω από αυτόν (Πλούτ.) … Dictionary of Greek