-
1 περι-σαλπίζω
περι-σαλπίζω (s. σαλπίζω), mit der Trompete umtönen, u. pass. die Trompete um sich herum hören, Plut. reg. et imp. apophth. p. 131, περισεσάλπισται.
См. также в других словарях:
περισεσάλπισται — περί σαλπίζω sound the trumpet perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περισαλπίζω — ΜΑ 1. σαλπίζω γύρω από κάτι, ηχώ με τη σάλπιγγα γύρω από κάτι («ὧν ἄν ὁ μῡθος περισαλπίσῃ τὰ ὦτα», Συνέσ.) 2. παθ. φρ. «οὐ περισεσάλπισται [ή ικται]» ποτέ δεν ήχησαν οι σάλπιγγες γύρω από αυτόν (Πλούτ.) … Dictionary of Greek