-
1 Desert
v. trans.Quit: P. and V. λείπειν, καταλείπειν, ἀπολείπειν, ἐκλείπειν, προλείπειν, ἀμείβειν (Plat. but rare P.), V. ἐξαμείβειν, ἐκλιμπάνειν.Leave in the lurch: P. and V. λείπειν, καταλείπειν, προλείπειν, προδιδόναι, ἐρημοῦν, ἀποστατεῖν (gen.) (Plat.), Ar. and P. προιέναι (or mid.).Leave empty: P. and V. κενοῦν, ἐρημοῦν.Desert one's post: P. τάξιν λείπειν, V. τάξιν ἐρημοῦν.V. intrans. Run away: Ar. and P. αὐτομολεῖν, ἀποδιδράσκειν, P. ἀπαυτομολεῖν.Desert to, go over to ( an enemy): P. μεθίστασθαι παρὰ (acc.) (Thuc. 1, 107).——————adj.P. and V. ἐρῆμος.——————subs.P. and V. ἐρημία, ἡ.——————subs.What one deserves: use P. and V. ἀξία, ἡ.Meet one's deserts: P. and V. ἄξια πάσχειν, V. τυγχάνειν ἀξίων or τῶν ἐπαξίων κυρεῖν, Ar. τῆς αξίας τυγχάνειν.Beyond one's deserts: P. παρὰ τὴν ἀξίαν, P. and V. ὑπὲρ τὴν ἀξίαν.According to one's deserts: P. and V. κατʼ ἀξίαν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Desert
-
2 Undeservedly
adv.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Undeservedly
-
3 Against
prep.P. and V. ἐπί (acc. or dat.), πρός (acc.), εἰς (acc.).(Stumble, etc.) against: P. and V. πρός (dat.).(Sin, etc.) against: P. and V. εἰς (acc.).Opposite: P. ἀντίπερας (gen.), καταντικρύ (gen.), or use adj., P. and V. ἐναντίος (dat.).They piled a bank of earth against the city: P. χῶμα ἔχουν πρὸς τὴν πόλιν (Thuc. 2, 75).In compounds to express opposition: use P. and V. ἀντι, e.g.Make a stand against: P. and V. ἀνθίστασθαι (dat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Against
-
4 Open
adj.Sincere, frank: P. and V. ἁπλοῦς, ἐλεύθερος, P. ἐλευθέριος.Of things, free, open to all: P. and V. κοινός.Open to all-comers: V. πάγξενος (Soph., frag.).Confessed: P, ὁμολογούμενος.Of country, treeless: P. ψιλός.Flat: P, ὁμαλός.Unlocked: P. and V. ἄκλῃστος.Unfenced: P. ἄερκτος (Lys.).In the open air: use adj., P. and V. ὑπαίθριος, V. αἴθριος (Soph., frag.), also P. ἐν ὑπαίθρῳ.Live in the open: P. θυραυλεῖν, ἐν καθαρῷ οἰκεῖν.Open boat: P. πλοῖον ἀστέγαστον.Open order, march in open order: P. ὄρθιοι πορεύεσθαι (Xen.).In the open sea: use adj., P. and V. πελάγιος, P. μετέωρος.Keep in the open sea, v.:P. μετεωρίζεσθαι.Open space, subs.: P. εὐρυχωρία, ἡ.Wishing to attack in the open: P. βουλόμενος ἐν τῇ εὐρυχωρίᾳ ἐπιθέσθαι (Thuc. 2. 83).Undecided: P. ἄκριτος.It is an open question, v.:P. ἀμφισβητεῖται.Open to, liable to: P. ἔνοχος (dat.).We say you will lay yourself open to these charges: P. ταύταις φαμέν σε ταῖς αἰτίαις ἐνέξεσθαι (Plat., Crito, 52A).Be open to, admit of v.:P. and V. ἔχειν (acc.), P. ἐνδέχεσθαι (acc.).Be open to a charge of: P. and V. ὀφλισκάνειν (acc.).Open to doubt: P. ἀμφισβητήσιμος; see Doubtful.It is open to, ( allowable to), v.: P. and V. ἔξεστι (dat.), ἔνεστι (dat.), πάρεστι (dat.), πάρα (dat.), παρέχει (dat.), Ar. and P. ἐκγίγνεται (dat.), ἐγγίγνεται (dat.), P. ἐγχωρεῖ (dat.).Get oneself into trouble with one's eyes open: P. εἰς προὖπτον κακὸν αὑτὸν ἐμβαλεῖν (Dem. 32).——————v. trans.Keys opened the gates without mortal hand: V. κλῇδες δʼ ἀνῆκαν θύρετρʼ ἄνευ θνητῆς χερός (Eur., Bacch. 448).He said no word in protest nor even opened his lips: P. οὐκ ἀντεῖπεν οὐδὲ διῆρε τὸ στόμα (Dem. 375 and 405).Open old sores: P. ἑλκοποιεῖν (absol.).Disclose: P. and V. ἀποκαλύπτειν, V. διαπτύσσειν (Plat. also but rare P.), ἀναπτύσσειν, ἀνοίγειν, Ar. and V. ἐκκαλύπτειν; see Disclose.If I shall open my heart to my present husband: V. εἰ... πρὸς τὸν παρόντα πόσιν ἀναπτύξω φρένα. (Eur., Tro. 657).Begin: P. and V. ἄρχεσθαι.A room having its entrance opening to the light: P. οἴκησις... ἀναπεπταμένην πρὸς τὸ φῶς τὴν εἴσοδον ἔχουσα (Plat., Rep. 514A).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Open
-
5 Turn
v. trans.P. and V. τρέπειν, στρέφειν, ἐπιστρέφειν.Translate: P. μεταφέρειν.Let us turn our steps from this path: V. ἔξω τρίβου τοῦδʼ ἴχνος ἀλλαξώμεθα (Eur., El. 103).Turn a corner: Ar. and V. κάμπτειν.Where are you turning your head? Ar. τὴν κεφάλην ποῖ περιάγεις; ( Pax, 682).Turn one's neck: P. περιάγειν τὸν αὐχένα (Plat., Rep. 515C).Turn on a lathe: Ar. and P. τορνεύειν.V. intrans. P. and V. τρέπεσθαι, στρέφεσθαι, ἐπιστρέφεσθαι.Turn in the race-course: V. κάμπτειν (Soph., El. 744).Become: P. and V. γίγνεσθαι.Turn about: see Turn back (Turn).Turn against, estrange, v. trans.: P. ἀλλοτριοῦν, ἀπαλλοτριοῦν.Embroil: Ar. and P. διιστάναι.Betray: P. and V. προδιδόναι.Turn from its course: P. παρατρέπειν, P. and V. ἐκτρέπειν, ὑπεκτρέπειν, V. παρεκτρέπειν, διαστρέφειν; see Divert.Turn aside, v. intrans.: P. and V. ἐκτρέπεσθαι, ὑπεκτρέπεσθαι, ἀποτρέπεσθαι, ἀποστρέφειν (or pass.), P. παρατρέπεσθαι, ἐκκλίνειν.Turn away: see Turn aside (Turn).Send back: Ar. and P. ἀποπέμπειν.Turn back, v. intrans.: P. and V. ἀποστρέφειν (or pass.), ὑποστρέφειν (or pass.), ἀναστρέφειν, Ar. and P. ἐπαναστρέφειν.Turn from, v. trans., deter: Ar. and P. ἀποτρέπειν; see deter; v. intrans., V. ἀποτρέπεσθαι (acc.), Ar. and V. ἀποστρέφεσθαι (acc.) (also Xen.), P. ἀποτρέπεσθαι ἐκ (gen.).Desist from: P. and V. ἀφίστασθαι (gen.), ἐξίστασθαι (gen.), V. μεθίστασθαι (gen.).Turn into, change into, v. trans.: P. μεταλλάσσειν (εἰς. acc.).Turn into a beast: V. ἐκθηριοῦσθαι.Change into: P. μεταβαίνειν εἰς (acc.), μεταβάλλειν εἰς (acc.) or ἐπί (acc.).Turn out, manufacture, v. trans.: see Manufacture.Be turned out of doors: P. and V. ἐκπίπτειν.Turn out, result, v. intrans.: P. and V. ἐκβαίνειν, τελευτᾶν, ἐξέρχεσθαι, P. ἀποβαίνειν, V. τελεῖν, ἐξήκειν, ἐκτελευτᾶν, Ar. and P. συμφέρεσθαι.Turn over in one's mind: see Ponder.Turn over a new leaf: V. μεθαρμόζεσθαι βελτίω βίον (Eur., Alc. 1157).Turn round, v. trans.: P. and V. ἀνακυκλεῖν (pass. in Plat.), ἐπιστρέφειν, περιάγειν (Eur., Cycl. 686).Change: P. περιίστασθαι.Not turning round, adj.: V. ἄστροφος (Soph., O. C. 490).Turn tail: P. and V. ὑποστρέφειν, V. νωτίζειν; fly.Turn to, have recourse to: P. and V. τρέπεσθαι πρός (acc.), P. καταφεύγειν εἰς, or πρός (acc.), V. φεύγειν εἰς (acc.).Turn to account: P. and V. χρῆσθαι (dat.).Capsize: V. ὑπτιοῦσθαι.——————subs.Opportunity: P. and V. ὥρα, ἡ, καιρός, ὁ.Turn of the scale, met.: P. and V. ῥοπή, ἡ.Twist, trick: P. and V. στροφή, ἡ.He will wait the turn of events: P. προσεδρεύσει τοῖς πράγμασι (Dem. 14).The pair had hardly taken two or three turns ( in walking) when Clinias enters: P. οὔπω τούτω δύʼ ἢ τρεῖς δρόμους περιεληλυθότε ἤτην καὶ εἰσέρχεται Κλεινίας (Plat., Euthy. 273A).Duty coming round by rotation: P. and V. μέρος, τό.In order: P. and V. ἐφεξῆς, ἑξῆς.By relays: P. κατʼ ἀναπαύλας.Alternately: P. and V. παραλλάξ.In turn: P. and V. ἐν μέρει, ἐν τῷ μέρει.I will speak in your turn: P. ἐγὼ ἐρῶ ἐν τῷ σῷ μέρει (Plat., Symp. 185D).In return: P. and V. αὖ, αὖθις.In compounds: use ἀντι, e. g.hear in turn: P. and V. ἀντακούειν (Xen.).Be captured in turn: V. αὖθις ἀνθαλίσκεσθαι.Out of turn: P. παρὰ τὸ μέρος (Xen.).They took it in turns to sleep and do the rowing: P. οἱ μὲν ὕπνος, ἡροῦντο κατὰ μέρος, οἱ δὲ ἤλαυνον (Thuc. 3, 49).Taking one's turn: use adj., P. and V. διάδοχος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Turn
-
6 Victory
subs.Win a great victory: P. and V. πολὺ νικᾶν, P. παρὰ πολύ νικᾶν.Each side claimed the victory: P. ἑκάτεροι νικᾶν ἠξιοῦν (Thuc. 1, 55), ἑκάτεροι τὴν νίκην προσεποιήσαντο (Thuc. 1, 54).Offer sacrifices for victory: P. ἐπινίκια θύειν.Win a victory whose fruit is tears: V. δάκρυα νικηφορεῖν (Eur., Bacch. 1147).——————Νίκη, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Victory
См. также в других словарях:
παρά — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… … Dictionary of Greek
πάρα — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… … Dictionary of Greek
παρα-αμινο-βενζοϊκός — ή, ό φρ. «παρα αμινο βενζοϊκό οξύ» (βιοχ. φυσιολ.) όξινο αμινοπαράγωγο που σχηματίζεται από π τολουιδίνη κατά την οξείδωση, αφού η αμινομάδα προστατευθεί με ακετυλίωση, και το οποίο χρησιμοποιείται για την παρασκευή αζωχρωμάτων … Dictionary of Greek
Παρά, Πέτρος — (Parat). Γάλλος φιλέλληνας. Όταν άρχισε η Επανάσταση, ήρθε στην Ελλάδα και πολέμησε στο σώμα των φιλελλήνων. Διακρίθηκε για την ανδρεία του στη μάχη του Χαϊδαρίου (Αύγουστος 1826) και στην πολιορκία της Ακρόπολης, όπου και σκοτώθηκε (27… … Dictionary of Greek
τεσσαράκοντα παρά μίαν — Όρος με τον οποίο είναι γνωστή μια καθαρά εβραϊκή τιμωρία για την οποία γράφει και το Δευτερονόμιο (κε, 2). Ο Ιώσηπος τη χαρακτηρίζει τιμωρίαν αισχίστην. Επειδή η τιμωρία αυτή ήταν μαστίγωση (40 μαστιγώσεις) και ο εκτελεστής της, σε περίπτωση που … Dictionary of Greek
λαλο-βαρυ-παρα-μελο-ρυθμο-βάτης — λαλο βαρυ παρα μελο ρυθμο βάτης, δωρ. ας, ὁ (Α) (κωμ. λ.) αυτός που μιλά φλύαρα και παράφωνα, χωρίς ρυθμό και μέλος. [ΕΤΥΜΟΛ. «Επ ευκαιρία σύνθετο» τής κωμικής γλώσσας πλασμένο από την παράταξη τών λ. λάλος + βαρύς + παρά + μέλος + ρυθμός + βάτης … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek