-
1 παροιμιακού
-
2 παροιμιακοῦ
См. также в других словарях:
παροιμιακοῦ — παροιμιακός proverbial masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροιμία — Απόφθεγμα σύντομο και συχνά πνευματώδες, με αρχαία παράδοση και μεγάλη διάδοση, το οποίο, με μορφή καμιά φορά μεταφορική, εκφράζει μια ηθική παραίνεση ή μια σκέψη ή έναν κανόνα, καταστάλαγμα όλα της πείρας. Η συντομία, η δηκτικότητα, ο… … Dictionary of Greek