Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

παροιμιακοῦ

См. также в других словарях:

  • παροιμιακοῦ — παροιμιακός proverbial masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροιμία — Απόφθεγμα σύντομο και συχνά πνευματώδες, με αρχαία παράδοση και μεγάλη διάδοση, το οποίο, με μορφή καμιά φορά μεταφορική, εκφράζει μια ηθική παραίνεση ή μια σκέψη ή έναν κανόνα, καταστάλαγμα όλα της πείρας. Η συντομία, η δηκτικότητα, ο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»