Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

πέραν

  • 1 Pass

    v. trans.
    Hand on: P. and V. παραδιδόναι.
    Passing ( the children) on through a succession of hands: V. διαδοχαῖς ἀμείβουσαι χερῶν (τέκνα) (Eur., Hec. 1159).
    Pass ( word or message): P. and V. παραφέρειν, παραγγέλλειν, παρεγγυᾶν (Xen.).
    Go past: P. and V. παρέρχεσθαι, P. παραμείβεσθαι (Plat.), Ar. and V. περᾶν, V. παραστείχειν.
    Sail past: P. παραπλεῖν, παρακομίζεσθαι.
    Go beyond ( of time or place): P. and V. παρέρχεσθαι, Ar. and V. περᾶν (Eur., And. 102).
    Having passed the appointed time: V. παρεὶς τὸ μόρσιμον.
    Their line had now all but passed the end of the Athenian wall: P. ἤδη ὅσον οὐ παρεληλύθει τὴν τῶν Ἀθηναίων τοῦ τείχους τελευτὴν ἡ ἐκείνων τείχισις (Thuc. 7, 6).
    Go through: P. and V. διέρχεσθαι.
    Cross: P. and V. περβαίνειν, διαβάλλειν, διαπερᾶν, περβάλλειν, Ar. and P. διαβαίνειν, περαιοῦσθαι, διέρχεσθαι, P. διαπεραιοῦσθαι (absol.), διαπορεύεσθαι, Ar. and V. περᾶν, V. ἐκπερᾶν.
    Pass ( time): P. and V. διγειν (Eur., Med. 1355) (with acc. or absol.), τρβειν, Ar. and P. διατρβειν (with acc. or absol.), κατατρβειν, V. ἐκτρβειν, διαφέρειν, διεκπερᾶν, Ar. and V. γειν.
    Pass time in a place: Ar. and P. ἐνδιατρβειν (absol.).
    Pass a short time with a person: P. σμικρὸν χρόνον συνδιατρίβειν (dat.) (Plat., Lys. 204C).
    Pass the night: P. and V. αὐλίζεσθαι, V. νυχεύειν (Eur., Rhes.).
    Pass ( accounts): P. ἐπισημαίνεσθαι (εὐθύνας) (Dem. 310).
    Pass ( a law), of the lawgiver: P. and V. τιθέναι (νόμον); of the people: P. and V. τθεσθαι (νόμον).
    Pass sentence: P. and V. ψῆφον φέρειν, ψῆφον διαφέρειν, ψῆφον τθεσθαι, P. δίκην ψηφίζεσθαι.
    Pass sentence on: see Condemn.
    Never would they have lived thus to pass sentence on another man: V. οὐκ ἄν ποτε δίκην κατʼ ἄλλου φωτὸς ὧδʼ ἐψήφισαν (Soph., Aj. 648).
    V. intrans. P. and V. ἔρχεσθαι, ἰέναι, χωρεῖν, Ar. and V. βαίνειν, στείχειν, περᾶν, V. ἕρπειν, μολεῖν ( 2nd aor. of βλώσκειν).
    A goddess shall be struck by mortal hand unless she pass from my sight: V. βεβλήσεταί τις θεῶν βροτησίᾳ χερὶ εἰ μὴ ʼξαμείψει χωρὶς ὀμμάτων ἐμῶν (Eur., Or. 271).
    Let pass: P. and V. ἐᾶν; see admit, let slip.
    Go through: P. and V. διέρχεσθαι.
    Go by: P. and V. παρέρχεσθαι, V. παρήκειν.
    Go by ( of time): P. προέρχεσθαι.
    Elapse: P. and V. παρέρχεσθαι, διέρχεσθαι.
    Expire: P. and V. ἐξέρχεσθαι, ἐξήκειν; see also under past.
    Disappear: P. and V. φανίζεσθαι, διαρρεῖν, πορρεῖν, φθνειν (Plat.).
    Pass ( of a law): P. and V. νικᾶν.
    Be enacted: P. and V. κεῖσθαι.
    Pass along: P. ἐπιπαριέναι (acc.).
    Pass away: P. and V. πέρχεσθαι, παρέρχεσθαι.
    This decree caused the danger that lowered over the city to pass away like a cloud: P. τοῦτο τὸ ψήφισμα τὸν τότε τῇ πόλει περιστάντα κίνδυνον παρελθεῖν ἐποίησεν ὥσπερ νέφος (Dem. 291).
    met., disappear: P. and V. φανίζεσθαι, διαρρεῖν, πορρεῖν, φθνειν (Plat.), Ar. and V. ἔρρειν (also Plat. but rare P.).
    Have passed away, be gone: P. and V. οἴχεσθαι, ποίχεσθαι, V. ἐξοίχεσθαι, Ar. and V. διοίχεσθαι (also Plat. but rare P.).
    Pass by: see pass, v. trans.
    met., neglect: P. and V. μελεῖν; see Neglect, Omit.
    Pass from ( life): P. and V. παλλάσσεσθαι βίου, V. μεταστῆναι βίου.
    Pass into: see Enter.
    Change into: P. μεταβαίνειν εἰς (acc.), μεταβάλλειν (εἰς acc., or ἐπί acc.); see Change.
    Pass off: P. and V. ἐκβαίνειν, P. ἀποβαίνειν.
    Pass away: see pass away.
    Pass on: P. προέρχεσθαι, P. and V. προβαίνειν.
    Pass out of: V. ἐκπερᾶν (acc. or gen.).
    Pass over, omit: P. and V. παριέναι, παραλείπειν, ἐᾶν; see Omit.
    Pass over in silence: P. and V. σιγᾶν (acc.), σιωπᾶν (acc.), V. διασιωπᾶν (acc.).
    Slight: see Slight.
    Pass through: P. and V. διέρχεσθαι (acc.), V. διέρπειν (acc.), διαστείχειν (acc.), Ar. and V. διεκπερᾶν (acc.), διαπερᾶν (acc.) (rare P.).
    Travel through: Ar. and V. διαπερᾶν (acc.) (rare P.), P. διαπορεύεσθαι (acc.).
    Pass through, into: V. διεκπερᾶν εἰς (acc.).
    Pierce: see Pierce.
    Of time (pass through life, etc.): P. and V. διέρχεσθαι (acc.), V. διαπερᾶν (also Xen. but rare P.).
    met., endure: P. and V. διεξέρχεσθαι; see Endure.
    Bring to pass: P. and V. νύτειν, κατανύτειν, διαπράσσειν (or mid. in P.); see Accomplish.
    Come to pass: P. and V. συμβαίνειν, συμπίπτειν, παραπίπτειν, γίγνεσθαι, τυγχνειν, συντυγχνειν; see Happen.
    ——————
    subs.
    Defile: P. and V. εἰσβολή, ἡ, ἄγκος, τό (Xen.), P. στενόπορα, τά, στενά, τά, πάροδος, ἡ, V. στενωπός, ἡ.
    Safe conduct: Ar. and P. δίαδος, ἡ, P. ἄδεια, ἡ, P. and V. ἀσφλεια, ἡ.
    Difficulty: P. and V. πορία, ἡ; see also predicament.
    Having come to so sore a pass: V. εἰς τὰς μεγίστας συμφορὰς ἀφιγμένος (Eur., I.A. 453).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Pass

  • 2 выше

    выше
    1. (сравнит, ст. от высокий и высоко) (ὐ)ψηλότερα, πιό ψηλά, πάνω, παραπάνω:
    \выше ростом πιό (ὐ)ψηλός στό ἀνάστημα· \выше головы πάνω ἀπ' τό κεφάλί
    2. нареч (сверх) ἄνω, πάνω, πέραν, παραπάνω:
    температу́ра \выше нули θερμοκρασία πάνω ἀπό τό μηδέν' дети десяти лет и \выше παιδιά δέκα ἐτῶν καί ἄνω· э́то \выше моих сил εἶναι ὑπεράνω τῶν δυνάμεων μου· ◊ быть \выше чего-л. εἶμαι ὑπεράνω· как сказано \выше ὀπως είπώθηκε παραπάνω· выше ста рублей παραπάνω (или πάνω) ἀπό ἐκατό ρούβλια· э́то \выше моих сил αὐτό ξεπερνάει (или εἶναι πάνω ἀπό) τις δυνάμεις μου, αὐτό εἶναι πέραν τῶν δυνάμεων μου.

    Русско-новогреческий словарь > выше

  • 3 за

    πρόθεση με αιτ. ή οργανική.
    1. πέρα(ν), έξω•

    жить за городом ζω έξω από την πόλη•

    пределами πέραν των ορίων, έξω από τα όρια•

    выйти за дверь βγαίνω έξω από την πόρτα•

    уехать за границу φεύγω για το εξωτερικό•

    за морем, за морями πέραν των θαλασσών.

    2. πίσω, όπισθεν, κοντά•

    запереть дверь за собой κλείνω πίσω μου την πόρτα•

    идите за мною ελάτε κοντά μου (ακολουθείστε)•

    он уехал вскорь -ним αυτός έφυγε αμέσως κοντά από ‘κείνον•

    -садом πίσω από τον κήπο•

    заложить руки за спинку βάζω τα χέρια πίσω•

    гоняться за почестями επιδιώκω τιμές•

    он пишет мне письмо за писмом μου γράφει γράμματα το ένα κοντά τ’ άλλο•

    спрятаться за ширмы κρύβομαι πίσω από το παραβάνι•

    он оставил его далеко за собой τον άφησε μακριά πίσω του•

    у него ни собой ни за женой δεν έχει τίποτε ούτε αυτός ούτε η γυναίκα του.

    3. για, διά•

    он наказан за свою вину αυτός τιμωρήθηκε για το σφάλμα του•

    вступиться за кого παίρνω το μέρος κάποιου•

    просить за кого παρακαλώ για κάποιον•

    работать за двоих δουλεύω για δυό•

    за кого вы меня принимаете για ποιόν με περνάτε•

    ручаться за кого εγγυώμαι για κάποιον•

    я купил это за десять рублей το αγόρασα για δέκα ρούβλια•

    благодарить -... ευχαριστώ για...• все за одного, один за всех όλοι για τον ένα, ο ένας για όλους" за наличные деньги σε μετρητά (τοις μετρητοίς)•

    платье это прелестно за то же оно и дорого το φόρεμα αυτό είναι θαυμάσιο, γι’ αυτό είναι και ακριβό•

    выдаёт за достоверное το παρουσιάζουν για έγκυρο•

    я бранил его за леность τον μάλωνα για την τεμπελιά του•

    за раз, за один раз για μια φορά•

    я зайду за вами в два часа θα σας επισκεφτώ στίς δυο η ώρα•

    послать за лекарством στέλλω για φάρμακο•

    ходить за детьми πηγαίνω για τα παιδιά•

    он смотрит за моим домом αυτός επιβλέπει το σπίτι μου.

    || (σημαίνει σκοπό)•

    за великое дело για μεγάλο έργο•

    бороться за первенство αγωνίζομαι για το πρωτάθλημα.

    4. αντί, για•

    око за όκο οφθαλμόν αντί οφθαλμού•

    зуб за зуб οδόντα αντί οδόντος.

    5. υπέρ•

    говорить за и против μιλώ υπέρ και κατά• (στην ψηφοφορία)•

    кто за? ποιος είναι υπέρ;•

    стоять за правду υπερασπίζω την αλήθεια (το δίκαιο)•

    за кем ή за чем дело стило για ποιόν ή για ποιο πράγμα πρόκειται.

    6. (για χρόνο) κατά, την ώρα•

    это случилось за обедом αυτό συνέβηκε την ώρα του φαγητού.

    7. από•

    взять за руку πιάνω από το χέρι•

    повесить за ноги κρεμώ από τα πόδια•

    водить за нос σέρνω από τη μύτη•

    бросить за окно ρίχνω από το παραθύρι•

    схватить кого за ворот πιάνω κάποιον από το γιακά•

    приниматься за работу αρχίζω (πιάνω) τη δουλειά•

    заткнуть что за пояс κρεμώ κάτι από τη ζώνη.

    8. στον, στην, στο•

    сесть за стол, за обед, за ужин κάθομαι (παίρνω θέση) στο τραπέζι, στο γεύμα, στο δείπνο•

    сидеть за столом, за обедом, за ужином κάθομαι (παραβρίσκομαι) στο τραπέζι, στο γεύμα στο δείπνο•

    он дает за дочерью миллион драхм αυτός δίνει (προίκα) στη θυγατέρα του ένα εκατομύριο δραχμές•

    за ваше здоровье στην υγεία σας.

    9. (σημαίνει απόσταση)•

    за версту от сюда ένα βέρατιο από εδώ.

    10. προς•

    нога за ногу, шаг за шагом βήμα προς βήμα.

    11. με•

    она вышла за военного αυτή παντρεύτηκε, (με) στατιωτικό.

    12. λόγω, για λόγους, για, ένεκα, εξ αιτίας• σαν, ως•

    за неспособностью λόγω ανικανότητας•

    за старостью лет σαν παρήλικος•

    награждать за службу βραβεύω για υπηρεσία•

    за недостаток времени λόγω έλλειψης χρόνου.

    13. εν, κατά•

    за отсуствием εν απουσία, απόντος.

    14. (για εργασία, ασχολία)•

    взяться за работу πιάνω τη δουλειά•

    взяться за перо πιάνω την πένα, αρχίζω να γράφω.

    15. μέσα, εντός, στον, στην, στο•

    держать, спрятать камень за пазухом κρατώ, κρύβω πέτρα στον κόρφο (έχω ύπουλο σκοπό).

    16. αντί, για, στη θέση•

    расписаться за брата υπογράφω για τον αδερφό.

    17. (διάφορες επί μέρους σημασίες)•

    за вами остается еще два рубля μένετε ακόμα χρέος δυο ρούβλια•

    запишите это за мною γράψετε το στο λογαριασμό μου (θα σας το χρωστώ εγώ)•

    за мой счет με δικά μου έξοδα•

    всеми расходами осталось еще сто рублей αφαιρουμένων όλων των εξόδων, έμειναν ακόμα εκατό ρούβλια•

    ему за сорок лет αυτός είναι πάνω από σαράντα χρόνια, πέρασε τα σαράντα•

    что за шум? τι θόρυβος είν’ αυτός•

    ото было время... αυτό έγινε τον καιρό...

    || (με την ιδιότητα)•

    за подписью министра με την υπογραφή του υπουργού•

    за то (αντιδιαστολή) γι’ αυτό.

    || σαν, ως, για•

    признать- благо ευδοκώ, συγκατανεύω.

    || (αντικείμενο επιδίωξης) •

    охотиться за куропатками κυνηγώ πέρδικες.

    || (άλλες σημασίες)•

    взяться за оружием παίρνω τα όπλα (επαναστατώ)•

    за исключением εξαιρέσει, εκτός•

    он за все сердится όλα του φταίνε•

    заработок за год οι ετήσιες αποδοχές•

    за неделю, за месяц σε μια βδομάδα, σ’ ένα μήνα•

    ни за что με κανένα τρόπο.

    Большой русско-греческий словарь > за

  • 4 Across

    prep.
    Through: P. and V. δι (gen.).
    Over: P. and V. πέρ (gen. and acc.).
    On the other side of: P. and V. πέραν (gen.). Adv., P. and V. πέραν.
    Crosswise: P. φορμηδόν.
    At right angles: use adj., P. ἐγκάρσιος.
    Build across ( so as to intercept), v. trans.: P. παροικοδομεῖν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Across

  • 5 Beyond

    prep.
    Of time or place: P. and V. πέρα (gen.).
    Of place only, across: P. and V. πέραν (gen.).
    The parts beyond: P. and V. τοὐπέκεινα (gen.).
    measure: P. and V. περ (acc.).
    Except: P. and V. πλήν (gen.). Outside of (time or place): P. and V. ἔξω.
    Beyond description: P. and V. κρείσσων λόγου, V. κρείσσων ἢ λέξαι.
    Beyond expectation: P. and V. παρʼ ἐλπδα, V. ἐκτὸς ἐλπδος, ἔξω ἐλπδος.
    Beyond measure: see Exceedingly.
    Beyond one's strength: P. παρὰ δύναμιν, ὑπὲρ δύναμιν.
    Reguiring nothing beyond sufficient support: πέρα ἱκανῆς τροφῆς οὐδὲν ἀξιοῦντες (Plat., Critias, 110D).
    Go beyond: P. and V. περβάλλειν (acc.); see Exceed.
    ——————
    adv.
    Of time, place or degree: P. and V. πέρα.
    Of place only: P. and V. πέραν.
    Farther: P. and V. περαιτέρω.
    More: P. and V. πλέον, V. πέρτερον.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Beyond

  • 6 за

    за
    предлог с вин. и твор. под.
    1. (сзади, позади, вне) πίσω, πέρα, ἀπό, ὀπισθεν / πέραν (по ту сторону):
    уехать за город φεύγω γιά τήν ἐξοχή· жить за городом μένω στά προάστεια· стать за дерево στέκομαι πίσω ἀπό τό δέντρο·
    2. (около, возле, вокруг) σέ, είς, κοντά, γύρω ἀπό:
    садиться за стол κάθομαι στό τραπέζι· сидеть за работой κάθομαι καί δουλεύω, εἶμαι στρωμένος στή δουλειά·
    3. (на расстоянии) σέ ἀπόσταση:
    за сто километров от Ленинграда σέ ἀπόσταση ἐκατό χιλιομέτρων ἀπό τό Λένινγκραντ·
    4. (раньше на какое-л. время) πρίν, πρό:
    за три дня до праздников τρεις μέρες πρίν ἀπό τίς γιορτές·
    5. (в течение) στή διάρκεια σέ:
    заработок за год ὁ ἐτήσιος μισθός· многое сделано нами за неделю μέσα σέ μιά ἐβδομάδα κάναμε πολλή δουλειά·
    6. (следом) πίσω ἀπό, μετά ἀπό:
    вслед за кем-л. μετά κάποιον, πίσω ἀπό κάποιον идите за мной ἀκολουθείστε με, ἐλἄτε μαζύ μου· друг за другом ὁ ἔνας πίσω ἀπό τόν ἀλλον гнаться за вором κυνηγῶ τόν κλέφτη·
    7. (при прикосновении):
    брать за руку πιάνω ἀπό τό χέρι·
    8. (при указании цели действия) γιά, ὑπέρ:
    бороться за мир ἀγωνίζομαι γιά τήν είρήνη·
    9. (вместо) γιά:
    работать за двоих ἐργάζομαι γιά δυό·
    10. (при указании стоимости, цены):
    купить за двадцать пять рублей ἀγοράζω των είκοσι πέντε ρουβλιών за наличные деньги τοις μετρητοίς·
    11. (при указании лица, предмета, который нужно достать, привести):
    идти́ за водой πηγαίνω γιά νερό· посылать за доктором στέλνω νά φέρω γιατρό, φωνάζω τό γιατρό·
    12. (вследствие) λόγω, ἐνεκα, ἐξ αἰτίας:
    за недостатком времени ἀπό Ελλειψη χρόνου·
    13. (по причине) λόγω, ἐξ αίτιας, ἐνεκα:
    награждать за что-л. βραβεύω γιά κάτι· ◊ приниматься за работу ἀρχίζω τή δουλειά· ей за 50 лет εἶναι πάνω ἀπό 50 χρονών за подписью кого́-л. μέ τήν ὑπογραφή ὁποιουδήποτἐ за Здоровье кого́-л. στήν ὑγεία κάποιου· за ваше здоровье στήν ὑγειά σας· за исключением ἐκτος, ἐξαιρέσει· за и против ὑπέρ καί κατά· ни за что (на свете) γιά τίποτα στον κόσμο, ἐπ' ούδενί τρόπω· за <^ет кого-л. а) γιά λογαριασμό κάποιου, °) σέ βάρος κάποιου (в ущерб кому-л.)· шаг за шагом βήμα προς βήμα· за мой счет μέ δικά μου Ιξοδα.

    Русско-новогреческий словарь > за

  • 7 заокеанский

    заокеанский
    прил ὁ πέραν ἀπ' τόν ὠκεανό, ὑπερωκεάνιος.

    Русско-новогреческий словарь > заокеанский

  • 8 заполярный

    заполяр||ный
    прил ὁ πέραν τοῦ πολικού κύκλου, πολικός.

    Русско-новогреческий словарь > заполярный

  • 9 крайность

    крайност||ь
    ж
    1. ἡ ὑπερβολή, ἡ ἀκρό-τητα [-ης]:
    впадать в \крайность φθάνω είς τά ἄκρα·
    2. (тяжелое положение) ἡ Εσχατη ἀνάγκη· ◊ до \крайностьи πέραν τοῦ δέοντος, ὑπερβολικά.

    Русско-новогреческий словарь > крайность

  • 10 мера

    мер||а
    ж
    1. (единица измерения) τό μέτρο[ν]:
    \мераы длины́ τά μέτρα μήκους· \мераы веса τά μέτρα καί σταθμά·
    2. (величина, размер) τό ὄριο[ν], τό μέτρο[ν]:
    чу́вство \мераы τό αίσθημα τοῦ μέτρου· знать \мерау τηρῶ τό μέτρο, δέν ξεπερνώ τά ὅρια· не знать \мераы ξεπερνώ τά брш· в значительной \мерае σέ σημαντικό βαθμό· в известной \мерае ὡς δνα σημείο·
    3. (мероприятие) τό μέτρο[ν]:
    решительные \мераы τά ἀποφασιστικά (или τά δραστικά) μέτρα· \мераы предосторожности προφυλακτικό μέτρα· \мера наказания μέτρα τιμωρίας· высшая \мера наказания ἡ ἐσχατη ποινή· принять \мераы παίρνω (или λαμβάνω) μέτρα· ◊ по \мерае того́ как... καθώς..., ἐνω...· по \мерае возможности στό μέτρο τοῦ δυνατοῦ· по \мерае сил στό μέτρο τῶν δυνάμεων сверх \мераы πάνω ἀπ' τό ὅριο, πέραν τοῦ δέοντος· в \мерау ἀρκετά, ἀρκούντως· не в \мерау ὑπερμέτρως, ἀμέτρως, ὑπερβολικά· по крайней \мерае, по меньшей \мерае τουλάχιστον, τό λιγώτερο· ни в какой \мерае καθόλου, οὐδόλως, κατ' ὁόδένα τρόπον.

    Русско-новогреческий словарь > мера

  • 11 не в меру

    не в меру
    нареч ὑπερβολικά, ὑπερμέ-τρως, πέραν τοῦ δέοντος, ὑπέρ τό δέον.

    Русско-новогреческий словарь > не в меру

  • 12 перелет

    перелет
    м
    1. (птиц) ἡ μετανάστευ-ση[\перелетις]. ἡ ἀποδημία, ἡ διάβαση·
    2. (самолета) ἡ πτήση [-ις]:
    беспосадочный \перелет πτήση χωρίς ἐνδιάμεση προσγείωση·
    3. (при стрельбе) ἡ βολή πέραν τοδ στόχου.

    Русско-новогреческий словарь > перелет

  • 13 предел

    предел
    м
    1. (рубеж) τό ὅριο[ν]. τό σύνορο[ν]:
    за \пределами чего-л. πέρα ἀπό, §ξω ἀπ' τά ὅρια· в \пределах страны στά ὅρια τής χώρας·
    2. перен τό ὅριον (граница) / τό ἄκρο[ν] (высшая степень):
    \предел скорости тех. τά ὅρια ταχύτητος· \предел упру́гости тех. τό ὅριον τής ἐλαστικότητας· \предел счастья ἡ ἄκρα εὐτυχία· \предел мечтаний τό μεγαλύτερο ὀνειρο· вне \пределов досягаемости πέραν τοῦ ἐφικτοῦ, ἀπρόσιτος· в \пределах возможного στά πλαίσια τοῦ δυνατοῦ· положить \предел θέτω τέρμα· выйти из \пределов приличия βγαίνω ἀπό τα ὅρια, ἐξέρχομαι των ὁρίων доходить до \предела φθάνω στά ἄκρα, φθάνω στό κόκκοιλο, φθάνω στον κόμπο· всему́ есть \предел κάθε πράγμα ἔχει τά ὅριά του.

    Русско-новогреческий словарь > предел

  • 14 beyond

    [bi'jond]
    1) (on the farther side of: My house is just beyond those trees.) πέρα από
    2) (farther on than (something) in time or place: I cannot plan beyond tomorrow.) πέρα από
    3) (out of the range, power etc of: beyond help.) πέραν
    4) (other than: What is there to say beyond what's already been said?) εκτός από
    - beyond expectation
    - beyond one's means

    English-Greek dictionary > beyond

  • 15 выслуга

    θ.
    συμπλήρωση του χρονικού ορίου υπηρεσίας•

    за -у лет για ευδόκιμη υπηρεσία ή συμπλήρωση του χρονικού ορίου•

    за -ой лет παλ. για υπηρεσία πέραν του χρονικού ορίου.

    Большой русско-греческий словарь > выслуга

  • 16 зайти

    зайду, зайдешь, παρλθ. χρ. зашел
    -шла, -шло
    - προστκ. зайди, μτχ. παρλθ. χρ. зашедший,
    επιρ. μτχ. зайдя ρ.σ,
    1. μπαίνω, εισέρχομαι,• зайти в комнату μπαίνω στο δωμάτιο. || εισχωρώ•

    коза зашла в огород η γίδα μπήκε στον κήπο.

    || περνώ από κάπου, επισκέπτομαι διαβατικός•

    по пути домой я зашел в магазин πηγαίνοντας για το σπίτι πέρασα (μπήκα) στο μαγαζί•

    зайти в редакцию περνώ από τη σύνταξη.

    || πηγαίνω να πάρω•

    зайти в детский сад за ребенком πηγαίνω στον παιδικό σταθμό (νηπιαγωγείο) να πάρω το παιδάκι.

    2. στρίβω, πηγαίνω πίσω, χάνομαι πίσω απο, κρύβομαι•

    солнце зашло за тучку ο ήλιος κρύφτηκε πίσω από το συννεφάκι.

    || (για ουράνια σώματα κ. μτφ.)• βασιλεύω•

    солнце зашло ο ήλιος βασίλεψε.

    || παρατραβώ, ξεπερνώ τα όρια•

    беседа зашла за ночь η κουβέντα συνεχίστηκε και πέρα από τα μεσάνυχτα•

    дело зашло далеко η υπόθεση τράβηξε μακριά.

    (απλ.) λυποθυμώ, πέφτω αναίσθητος. || μαργώνω, μουδιάζω από το κρύο.
    εκφρ.
    дух зашелся – η αναπνοή πιάστηκε•
    вы зашли далеко – προχωρήσατε πολύ (πέραν του επιτρεπτού).

    Большой русско-греческий словарь > зайти

  • 17 заполярный

    επ. ο πέραν του πολικού κύκλου, πολικός.

    Большой русско-греческий словарь > заполярный

  • 18 запредельный

    επ.
    υπερόριος, ο πέραν των ορίων.

    Большой русско-греческий словарь > запредельный

  • 19 море

    -я, πλθ. -я, -и ουδ.
    1. η θάλασσα•

    средиземное море Μεσόγεια θάλασσα•

    балтийское море Βαλτική θάλασσα•

    каспийское море Κασπία θάλασσα•

    взволнованное море ταραγμένη θάλασσα•

    бурное море τρικυμισμένη θάλασσα•

    за -ем πέραν των θαλασσών μακριά στα ξένα•

    из-за -я πέρα από τις θάλασσες, εκείθεν των θαλασσών.

    || πέλαγος•

    эгиско море Αιγαίο πέλαγος•

    ионическое море Ιόνιο πέλαγος.

    || λίμνη πολύ μεγάλη•

    аральское море η λίμνη Αρρίλη.

    2. μτφ. πάρα πολύ, ποτάμι, ωκεανός•

    море слз π,οτάμια δάκρυα•

    море крови ποτάμια αίματος.

    || τεράστια έκταση•

    хлебов θάλασσα σιτηρών.

    3. επίρ. δια θαλάσσης•

    ехать -ем ταξιδεύω δια θαλάσσης.

    εκφρ.
    житейское мореπαλ. πολυτάραχος (πολυκύμαντος) βίος•
    в открытое море (выйти); в открытом -е – στα ανοιχτά της θάλασσας•
    за -ем, (мореями)παλ. στα ξένα•
    на дне -я найти (сыскать); со дна -я достать – να βρεθεί οπού και να είναι, έστω και στα βάθη της θάλασσας•
    ждать у -я погоды – εκ Ναζαρέτ δύναται αγαθόν είναι; ή από του διαβόλου την αυλή ούτε ερίφι ούτε αρνί.

    Большой русско-греческий словарь > море

  • 20 надоблачный

    επ.
    πάνω από τα σύννεφα, πέραν των νεφελών.

    Большой русско-греческий словарь > надоблачный

См. также в других словарях:

  • πέραν — ΝΑ (επικ. και ιων. τ. πέρην) επίρρ. (ως τοπ.) 1. στο απέναντι ή στο αντίθετο μέρος, στην απέναντι πλευρά, αντίπερα κάποιου («πέραν τοῡ Ἑλλησπόντου», Θουκ.) 2. πιο πέρα από κάτι, επέκεινα («ἐπήλθε πέραν τοῡ χειμάρρου τῶν κέδρων, ὅπου ἦν κήπος»,… …   Dictionary of Greek

  • πέραν — πέρᾱν , πέρα beyond fem acc sg (attic doric aeolic) πέρᾱν , πέραν on the other side indeclform (adverb) πέρᾱν , περάω 1 drive right through imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) πέρᾱν , περάω 1 drive right through imperf ind act 1st sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περᾶν — πέρα beyond fem gen pl (doric aeolic) περάω 1 drive right through pres part act masc voc sg (doric aeolic) περάω 1 drive right through pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) περάω 1 drive right through pres part act masc nom sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περᾷν — περάω 1 drive right through pres inf act περάω 2 pres inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πῦρ καὶ θάλασσαν... περᾶν. — πῦρ καὶ θάλασσαν... περᾶν. См. Сквозь огонь и воду …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • περώ — άω, ΜΑ [πέρα] 1. διέρχομαι, διασχίζω (α. «πολιὴν περόωσι θάλασσαν», Ομ. Οδ. β. «οἱ περάσαντες ἀπὸ τῆς γῆς», Δίδυμ.) 2. περνώ, μεταφέρω κάποιον σε άλλο τόπο (α. «εἴ σε περήσω», Αγαθ. β. «περάσας τὰ καβαλλαρικὰ θέματα εἰς τὴν Θράκην», Θεοφάν.) αρχ …   Dictionary of Greek

  • υπερπέραν — Η «πέραν του τάφου» υπόσταση. Εκείνο που δεν υπόκειται στην ανθρώπινη αίσθηση. Όρος άκλιτος. Υ. ονομάζεται από τους πνευματιστές ο τόπος στον οποίο παραμένουν τα πνεύματα και το μεταξύ δύο διαδοχικών μετενσαρκώσεων διάστημα. Από το υ. προέρχονται …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φωτογραφία — ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ Από την εποχή της ανακάλυψής της το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, η φωτογραφική τεχνική γίνεται δεκτή με ενθουσιασμό από τους καλλιτέχνες της εποχής, οι οποίοι βρίσκουν στη νέα αυτή τεχνική ένα μέσο για να απεικονίσουν με ακόμη μεγαλύτερη …   Dictionary of Greek

  • Κωνσταντινούπολη — (τουρκ. Istanbul). Πόλη (8.831.805 κάτ. το 2000) της ευρωπαϊκής Τουρκίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (5.220 τ. χλμ., 10.018.735 κάτ.). Είναι χτισμένη στις δύο πλευρές του Κεράτιου κόλπου (τουρκ. Halic) στο στόμιο του Βοσπόρου (τουρκ.… …   Dictionary of Greek

  • Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει …   Dictionary of Greek

  • Ιησούς του Ναυή — Βιβλικό πρόσωπο. Ήταν διάδοχος του Μωυσή στην ηγεσία του ισραηλιτικού λαού. Καταγόταν από τη φυλή Εφραίμ και ήταν γιος του Νουν, ο οποίος ονομάζεται Ναυή από τους Εβδομήκοντα. Ο Ι. του Ν. πρωτοπαρουσιάτηκε στην ιστορία του Ισραήλ να διευθύνει… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»