-
21 передел
-
22 передержать
-держу, -держишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. передержанный, βρ: -жан, -а, -о; ρ.σ.μ.παρακρατώ, διατηρώ, κρατώ πέραν του δέοντος.εκφρ.передержать экзамен – ξαναδίνω εξετασεις. -
23 пережиг
-а α.υπερθέρμανση, κάψιμο υπερβολικό. || αχρήστευση από το πολύ κάψιμο•-лампы το κάψιμο της λάμπας.
|| κατανάλωση θερμαντικής ενέργειας πέραν-του κανονικού. -
24 перелёт
-а α.1. πτήση, πέταγμα.2. διά-πτηση.3. αποδημία•перелёт птиц αποδημία πτηνών.
4. πτήση υπεράνω.5. πέταγμα, πήδημα, υπερπήδηση.6. πτώση πέραν του στόχου (για σφαίρα, βλήμα). -
25 предельщик
-а α.υποστηρικτής της οριακής παραγωγικότητας (πέραν της οποίας είναι αδύνατη η αύξηση της). -
26 сверхлимитный
επ.υπέρμετρος, ο υπέρή πέραν των ορίων•-ое потребление электроэнергии υπέρμετρη κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας.
-
27 трансцендентный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно1. υπεραισθητός (ο πέραν των αισθήσεων) ασύλληπτος• άγνωστος.2. (μαθ.) υπερβατικός•-ые числа υπερβατικοί αριθμοί.
-
28 Cross
subs.Upright stake: P. σταυρός, ὁ.Stake for impaling: V. σκόλοψ, ὁ.A cross between a man and beast: use V. adj., μιξόθηρ.——————adj.Transverse: P. πλάγιος, V. λοξός (Eur., frag.).Oblique: P. ἐγκάρσιος.Peevish: P. and V. δύσκολος, δυσχερής, δυσάρεστος.Opposing: P. and V. ἐναντίος.Cross-wall, subs.: P. παρατείχισμα, τό, ὑποτείχισμα, τό.Build a cross-wall: P. ἐγκάρσιον τεῖχος ἄγειν (Thuc. 6, 99).Be at cross purposes: use P. and V. οὐ ταὐτὰ φρονεῖν.——————v. trans.Baulk: P. and V. σφάλλειν.Be crossed in, be baulked of: P. and V. ψεύδεσθαι (gen.), σφάλλεσθαι (gen.), ἀποσφάλλεσθαι (gen.), ἁμαρτάνειν (gen.).Oppose: P. and V. ἐναντιοῦσθαι (dat.), ἀνθίστασθαι (dat.), ἀντιτείνειν (dat.).Hinder, prevent: P. and V. ἐμποδίζειν.Pass, go over: P. and V. ὑπερβαίνειν, διαβάλλειν, διαπερᾶν, ὑπερβάλλειν, Ar. and P. διαβαίνειν, περαιοῦσθαι. P. διαπεραιοῦσθαι (absol.), διαπορεύεσθαι, Ar. and V. περᾶν, V. ἐκπερᾶν.Make to cross: P. περαιοῦν, διαβιβάζειν.Sail across: Ar. and P. διαπλεῖν (absol.).Cross into: V. διεκπερᾶν εἰς (acc.).Cross off, pul one's pen through: Ar. and P. διαγράφειν.Cross with others: P. συνδιαβαίαειν (absol.).Easy to cross, adj.: P. and V. εὔπορος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Cross
-
29 Ford
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Ford
-
30 Further
v. trans.Help on, advance: P. and V. σπεύδειν, ἐπισπεύδειν.With non-personal subject: P. προφέρειν εἰς (acc.).——————adj.More: P. and V. πλείων, V. ὑπέρτερος.Of distance: use adv.On the further side: P. ἐν τῷ πέραν.On the further side of: P. and V. τἀπέκεινα (gen.), V. τοὐκεῖθεν (gen.).That there should be no further unpleasantness: P. μηδεμίαν εἶναι ἀηδίαν περαιτέρω (Dem. 1169).——————adv.Besides, furthermore: P. and V. ἔτι, πρὸς τούτοις, ἐπὶ τούτοις, V. καὶ πρός, πρός (rare P.), Ar. and P. προσέτι.More, in addition: P. and P. περαιτέρω, πέρα.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Further
-
31 Go
v. intrans.P. and V. ἔρχεσθαι, χωρεῖν, ἰέναι, Ar. and V. βαίνειν, στείχειν, V. ἕρπειν, μολεῖν ( 2nd aor. of βλώσκειν).Walk: Ar. and P. βαδίζειν (V. only in Soph., El. 1502 and Eur., Phœn. 544).Journey: P. and V. πορεύεσθαι.Be going to, be about to: P. and V. μέλλειν (infin.).Go frequently: P. and V. φοιτᾶν.Go too far: met., P. and V. ὑπερβάλλειν, ἐξέρχεσθαι, ἐπεξέρχεσθαι, V. ἐκτρέχειν.Be gone: P. and V. οἴχεσθαι, ἀποίχεσθαι, V. ἐξοίχεσθαι, Ar. and V. διοίχεσθαι (Plat. also but rare P.), ἔρρειν (also Plat. but rare P.).Go about: Ar. and P. περιέρχεσθαι (acc. or absol.).Go away: P. and V. ἀπέρχεσθαι, ἀποχωρεῖν, ἀφορμᾶσθαι, V. μεθίστασθαι, ἀποστέλλεσθαι, ἀφέρπειν, ἀποστείχειν, Ar. and V. ἀπαλλάσσεσθαι (rare P. in lit. sense), ἐκβαίνειν (rare P. in lit. sense.).Go back: see Retire.Of things, revert: P. ἀναχωρεῖν; see Devolve (Devolve on).Go back on one's word: Ar. and P. ἐπιορκεῖν.Go before (a judge:) P. εἰσέρχεσθαι εἰς (acc.), πρός (acc.), ἀπαντᾶν πρός (acc.).Go by: P. and V. παρέρχεσθαι (acc. or absol.), παριέναι (acc. or absol.), P. παραμείβεσθαι (acc.) (Plat., Lach. 183E), V. παραστείχειν (acc. or absol.), Ar. and V. περᾶν (acc. or absol.).Go down: P. ἐπικαταβαίνειν; see also Abate.Of a ship: see Sink.Go down to death: Ar. and V. κατέρχεσθαι.Go into, enter: P. and V. εἰσέρχεσθαι (εἰς, acc.; V. also acc. alone), ἐπεισέρχεσθαι (εἰς, acc.; V. acc. alone or dat. alone), V. παρέρχεσθαι (acc.), εἰσβάλλειν (acc.), Ar. and V. δύεσθαι (acc.), εἰσβαίνειν (acc. or absol.).Go in often: Ar. and V. εἰσφοιτᾶν.Embark on: P. and V. ἐμβαίνειν (εἰς, acc.), ἅπτεσθαι (gen.); see enter on.Go on, continue: P. διατελεῖν; see continue, met., rely on: see rely on.Recapitulate:P. ἐπαναλαμβάνει, V. ἀναμετρεῖσθαι.Go over, desert, v. intrans.: Ar. and P. αὐτομολεῖν.Go over to ( the enemy): P. μεθίστασθαι παρά (acc.).Go round: Ar. and P. περιέρχεσθαι (acc. or absol).Be enough: see Suffice.Go through: (lit.) P. and V. διέρχεσθαι (acc.), Ar. and V. διαπερᾶν (acc.) (rare P.), V. διέρπειν (acc.). διαστείχειν (acc.).Go through life: see pass.Pierce: V. διέρχεσθαι (gen.), διαπερᾶν (acc.).Travel through: P. διαπορεύεσθαι (acc.).Complete: P. and V. διεξέρχεσθαι (acc.).Go to and fro: P. and V. φοιτᾶν, V. ἐπιστρέφεσθαι.Go without: see Lack.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Go
-
32 Opposite
adj.P. and V. ἐναντίος, use P. ἐξ ἐναντίας, or adv. P. ἀντιπέρας, καταντικρύ, V. καταντίον, P. and V. ἐναντίον.Two waggons going in opposite directions brought up the stones: P. δύο ἅμαξαι ἐναντίαι ἀλλήλαις τοὺς λίθους ἐπῆγον (Thuc. 1, 93, cf. Ar., Av. 1127).On the opposite side of: P. and V. πέραν (gen.).The mainland opposite: P, ἡ ἤπειρος, ἡ κατάντικρυ.Encamp opposite, v.:P. ἀντιστρατοπεδεύεσθαι (dat. or absol.).Contrary: P. and V. ἐναντίος, P. ὑπεναντίος, V. ἀντίος.On the opposite side to that on which their men were scaling the wall: P. ἐκ τοὔμπαλιν ἢ οἱ ἄνδρες αὐτῶν ὑπερέβαινον (Thuc. 3, 22).The opposite, the contrary: P. and V. τοὔμπαλιν, τοὐναντίον, τἀναντία.Opposite to: P. and V. ἐναντίος (dat.).Overlooking: V. κατόψιος (gen.), ἀντίος (dat.) (also Plat. but rare P.).——————prep.In the presence of: P. and V. ἐναντίον (gen.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Opposite
-
33 Side
subs.From the side: V. πλευρόθεν.Of things: P. πλευρά, ἡ (Plat.), V. πλευρόν, τό, πλευρώματα, τά.Of ship: P. and V. τοῖχος, ὁ (Thuc. 7, 36).Of a triangle: P. πλευρά, ἡ (Plat.).Flank: P. and V. λαγών, ἡ (Xen. also Ar.).Edge, border: P. χεῖλος, τό; see Edge.Region, quarter, direction: P. and V. χείρ, ἡ.On which side? V. ποτέρας τῆς χερός; (Eur., Cycl. 681).On the right side: P. and V. ἐν δεξιᾷ, Ar. and P. ἐκ δεξιᾶς, or adj., V. ἐνδέξιος (Eur., Cycl. 6); see Right.On the left side: P. ἐν ἀριστερᾷ. V. ἐξ ἀριστερᾶς; see Left.On this side: P. and V. ταύτῃ, τῇδε.On that side: P. and V. ἐκεῖ, ἐνταῦθα.On this side and on that: P. ἔνθα μὲν... ἔνθα δέ, P. and V. ἔνθεν κἄνθεν, V. ἄλλῃ... κἄλλῃ, ἐκεῖσε κἀκεῖσε, κἀκεῖσε καὶ τὸ δεῦρο; see hither and thither, under Thither.On which of two sides: P. ποτέρωθι.Friends passing out to them from this side and from that: V. παρεξιόντες ἄλλος ἄλλοθεν φίλων (Eur., Phoen. 1248).On the mother's side: P. and V. πρὸς μητρός, V. μητρόθεν (Eur., Ion, 672). P. κατὰ τήν μητέρα (Thuc. 1, 127).On the opposite side of: P. and V. πέραν (gen.).By the side of: P. and V. πρός (dat.); near.From both sides: P. ἀμφοτέρωθεν.Shaking her hair and head from side to side: V. σείουσα χαίτην κρᾶτά τʼ ἄλλοτʼ ἄλλοσε (Eur., Med. 1191).On the other sid: V. τἀπὶ θάτερα (Eur., Bacch. 1129), P. and V. τἀπέκεινα (also with gen.), P. τὰ ἐπὶ θάτερα (gen.) (Thuc. 7, 84).Side by side: use together.We twain shall lie in death side by side: V. κεισόμεσθα δε νεκρὼ δύʼ ἑξῆς (Eur., Hel. 985).I should like to ask the man who severely censures my policy, which side he would have had the city take: P. ἔγωγε τὸν μάλιστʼ ἐπιτιμῶντα τοῖς πεπραγμένοις ἡδέως ἂν ἐροίμην τῆς ποίας μερίδος γενέσθαι τὴν πόλιν ἐβούλετʼ ἄν (Dem. 246).Change sides: P. μεθίστασθαι.Take sides ( in a quarrel): P. διίστασθαι, συνίστασθαι πρὸς ἑκατέρους (Thuc. 1, 1); see side with, v.Take sides with ( in a private quarrel): P. συμφιλονεικεῖν (dat.).You preferred the side of the Athenians: P. εἵλεσθε μᾶλλον τὰ Ἀθηναίων (Thuc. 3, 63).On the side of, in favour of: P. and V. πρός (gen.) (Plat., Prot. 336D).I am quite on the father's side: V. κάρτα δʼ εἰμὶ τοῦ πατρός (Æsch., Eum. 738).There are two sides to everything that is done and said: P. πᾶσίν εἰσι πράγμασι καὶ λόγοις δύο προσθῆκαι (Dem. 645).——————adj.P. πλάγιος.Side issue: P. and V. πάρεργον, τό.——————v. intrans.Side with: P. and V. προστίθεσθαι (dat.), φρονεῖν (τά τινος), ἵστασθαι μετά (gen.), Ar. and P. συναγωνίζεσθαι (dat.), Ar. and V. συμπαραστατεῖν (dat.); see Favour.Be friendly to: P. and V. εὐνοεῖν (dat.), P. εὐνοϊκῶς, διακεῖσθαι πρός (acc.).Side with the Athenians: P. Ἀττικίζειν.Side with the Persians: P. Μηδίζειν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Side
-
34 Traverse
v. trans.Range over: P. and V. περιπολεῖν (acc.), ἐπιστρέφεσθαι (acc.), ἐπέρχεσθαι (acc.), V. πολεῖν (acc.), ἀλᾶσθαι (acc.), ἐμβατεύειν (acc. or gen.).Sail over: P. and V. πλεῖν (acc.), V. ναυστολεῖν (acc.).Go through: P. and V. διέρχεσθαι (acc.), V. διέρπειν (acc.), διαστείχειν (acc.), P. διαπορεύεσθαι (acc.); see go through.Cross: P. and V. ὑπερβαίνειν, διαβάλλειν, διαπερᾶν, ὑπερβάλλειν, Ar. and P. διαβαίνειν, περαιοῦσθαι, Ar. and V. περᾶν, V. ἐκπερᾶν; see Cross.Go round: Ar. and P. περιέρχεσθαι (acc.).Travel over: P. διαπορεύεσθαι (acc.), V. ναυστολεῖν (acc.).Traverse ( an argument): P. ἅπτεσθαι (gen.); use deny.Ways to traverse the sea: V. πόντου ναυστολήματα (Eur., Supp. 209).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Traverse
-
35 Tread
v. trans.V. πατεῖν, ἐμπατεῖν, στείβειν, ἐπιστείβειν.Set foot on: P. and V. ἐμβαίνειν (P. acc., V. acc., gen., or dat.), ἐπιβαίνειν (gen.), V. ἐπεμβαίνειν (acc., gen., or dat.). ἐμβατεύειν (acc. or gen.), ἐπιστρέφεσθαι κατά (acc.).Tread the path of danger: V. κίνδυνον περᾶν (Æsch., Choe. 270).V. intrans. Ar. and P. βαδίζειν (also Eur., Phoen. 544; Soph. El. 1502, but rare V.), Ar. and V. βαίνειν, στείχειν, πατεῖν.Tread down: P. καταπατεῖν (acc.), P. and V. πατεῖν (acc.) (Plat. also Ar.).Trodden down, hard: use adj., P. ἀπόκροτος, V. στιπτός.The leaves are trodden down as if one dwelt herein: V. στιπτή γε φυλλὰς ὡς ἐναυλίζοντί τῳ (Soph., Phil. 33).Tread under foot: use trample under foot.Tread upon: see tread, v. trans.——————subs.Foot-step: P. and V. ἴχνος, τό, V. στίβος, ὁ (also Xen.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Tread
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πέραν — ΝΑ (επικ. και ιων. τ. πέρην) επίρρ. (ως τοπ.) 1. στο απέναντι ή στο αντίθετο μέρος, στην απέναντι πλευρά, αντίπερα κάποιου («πέραν τοῡ Ἑλλησπόντου», Θουκ.) 2. πιο πέρα από κάτι, επέκεινα («ἐπήλθε πέραν τοῡ χειμάρρου τῶν κέδρων, ὅπου ἦν κήπος»,… … Dictionary of Greek
πέραν — πέρᾱν , πέρα beyond fem acc sg (attic doric aeolic) πέρᾱν , πέραν on the other side indeclform (adverb) πέρᾱν , περάω 1 drive right through imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) πέρᾱν , περάω 1 drive right through imperf ind act 1st sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περᾶν — πέρα beyond fem gen pl (doric aeolic) περάω 1 drive right through pres part act masc voc sg (doric aeolic) περάω 1 drive right through pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) περάω 1 drive right through pres part act masc nom sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περᾷν — περάω 1 drive right through pres inf act περάω 2 pres inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πῦρ καὶ θάλασσαν... περᾶν. — πῦρ καὶ θάλασσαν... περᾶν. См. Сквозь огонь и воду … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
περώ — άω, ΜΑ [πέρα] 1. διέρχομαι, διασχίζω (α. «πολιὴν περόωσι θάλασσαν», Ομ. Οδ. β. «οἱ περάσαντες ἀπὸ τῆς γῆς», Δίδυμ.) 2. περνώ, μεταφέρω κάποιον σε άλλο τόπο (α. «εἴ σε περήσω», Αγαθ. β. «περάσας τὰ καβαλλαρικὰ θέματα εἰς τὴν Θράκην», Θεοφάν.) αρχ … Dictionary of Greek
υπερπέραν — Η «πέραν του τάφου» υπόσταση. Εκείνο που δεν υπόκειται στην ανθρώπινη αίσθηση. Όρος άκλιτος. Υ. ονομάζεται από τους πνευματιστές ο τόπος στον οποίο παραμένουν τα πνεύματα και το μεταξύ δύο διαδοχικών μετενσαρκώσεων διάστημα. Από το υ. προέρχονται … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φωτογραφία — ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ Από την εποχή της ανακάλυψής της το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, η φωτογραφική τεχνική γίνεται δεκτή με ενθουσιασμό από τους καλλιτέχνες της εποχής, οι οποίοι βρίσκουν στη νέα αυτή τεχνική ένα μέσο για να απεικονίσουν με ακόμη μεγαλύτερη … Dictionary of Greek
Κωνσταντινούπολη — (τουρκ. Istanbul). Πόλη (8.831.805 κάτ. το 2000) της ευρωπαϊκής Τουρκίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (5.220 τ. χλμ., 10.018.735 κάτ.). Είναι χτισμένη στις δύο πλευρές του Κεράτιου κόλπου (τουρκ. Halic) στο στόμιο του Βοσπόρου (τουρκ.… … Dictionary of Greek
Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει … Dictionary of Greek
Ιησούς του Ναυή — Βιβλικό πρόσωπο. Ήταν διάδοχος του Μωυσή στην ηγεσία του ισραηλιτικού λαού. Καταγόταν από τη φυλή Εφραίμ και ήταν γιος του Νουν, ο οποίος ονομάζεται Ναυή από τους Εβδομήκοντα. Ο Ι. του Ν. πρωτοπαρουσιάτηκε στην ιστορία του Ισραήλ να διευθύνει… … Dictionary of Greek