Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πάτρα

См. также в других словарях:

  • πάτρα — πάτρᾱ , φράτρα brotherhood fem nom/voc/acc dual (doric) πάτρᾱ , φράτρα brotherhood fem nom/voc sg (attic doric aeolic) πάτρᾱ , πάτρα fatherland fem nom/voc/acc dual (epic ionic) πάτρᾱ , πάτρα fatherland fem nom/voc sg (attic epic doric ionic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… …   Dictionary of Greek

  • πάτρᾳ — πάτραι , φράτρα brotherhood fem nom/voc pl (doric) πάτρᾱͅ , φράτρα brotherhood fem dat sg (attic doric aeolic) πάτραι , πάτρα fatherland fem nom/voc pl (epic ionic) πάτρᾱͅ , πάτρα fatherland fem dat sg (attic epic doric ionic aeolic) πάτραι ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πάτρα — Sp Pãtrai Ap Πάτραι/Patrai sen. graikų kalba Ap Patrae lotyniškai Ap Πάτρα/Patra graikiškai L Graikijos adm. sr., Achajos nomo ir V Graikijos adm. sr. centras …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Πάτρᾳ — Πάτραι , Πάτραι fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τσάτρα πάτρα — Ν επίρρ. (κυρίως σχετικά με ξένη γλώσσα ή με συνεννόηση) έτσι κι έτσι, κουτσά στραβά («τά κατάφερε τσάτρα πάτρα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. catra patra < μσν. σάταλα πάταλα] …   Dictionary of Greek

  • τσάτρα πάτρα — (λ. τουρκ.), επίρρ. τροπ., με ατέλειες, κουτσά στραβά, άκρες μέσες: Μιλάει τα γαλλικά τσάτρα πάτρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πάτρας — πάτρᾱς , φράτρα brotherhood fem acc pl (doric) πάτρᾱς , φράτρα brotherhood fem gen sg (attic doric aeolic) πάτρᾱς , πάτρα fatherland fem acc pl (epic ionic) πάτρᾱς , πάτρα fatherland fem gen sg (attic epic doric ionic aeolic) πάτρᾱς , πάτρη… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάτραν — πάτρᾱν , φράτρα brotherhood fem acc sg (attic doric aeolic) πάτρᾱν , πάτρα fatherland fem acc sg (attic epic doric ionic aeolic) πάτρᾱν , πάτρη fatherland fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Στεφανόπουλος, Κωνσταντίνος — (Πάτρα 1926 –). Δικηγόρος, πολιτικός, Πρόεδρος Δημοκρατίας από το 1995. Ο Κ.Σ. γεννήθηκε στις 15/8/1926 στην Πάτρα. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και άσκησε τη δικηγορία στην Πάτρα, από το 1954 έως το 1974. Πριν από τη… …   Dictionary of Greek

  • Patras — Πάτρα Vista de Patras en verano. En primer plano el el muelle de Agios Nikoláos (San Nicolás) y …   Wikipedia Español

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»