-
1 термин
-а α.ο όρος•философский термин φιλοσοφικός όρος•
три термина силлогизма τρεις όροι του συλλογισμού•
технический термин τεχνικός όρος.
-
2 условие
-я ουδ.1. όρος• συμφωνία•выполнить условие εκπληρώνω τον όρο•
нарушить условие παραβιάζω τον όρο•
по -ю κατά τον όρο, κατά τα συμφωνημένα•
льготные -я ευνοϊκοί όροι.
2. παλ.επίσημη συμφωνία•заключить условие κλείνω συμφωνία•
подписать условие υπογράφω τη συμφωνία.
3. άρθρο• παράγραφος•в договор включено условие о сроках платежа στη συμφωνία μπήκε άρθρογια τις προθεσμίες πληρωμής.
4. πλθ. -я κανόνες• θεσμοί.5. πλθ. -я συνθήκες•-я труда συνθήκες εργασίας•
-я жизни συνθήκες ζωής•
при настоящих -ях στις σημερινές συνθήκες•
ни при каких -ях σε καμιά περίπτωση.
6. προύπόθεση• παράγοντας•необходимое условие απαραίτητη προύπόθεση (όρος).
7. (μαθ.) όρος. || (μετην πρόθ. при και με προθτ. πτώση)•при условиеи με τον όρο, αν, εάν•
при томусловиеи μ αυτόν τον όρο.
|| (με την πρόθ. под και οργν. πτ.) под -ем με (υπο) τον όρο. -
3 Айон-Орос
-
4 гора
гора ж το βουνό, το όρος с \гораы απ' το βουνό в \гораах στα βουνά* * *жτο βουνό, το όροςс горы́ — απ’το βουνό
в гора́х — στα βουνά
-
5 сыворотка
-
6 термин
-
7 условие
условие с о όρος, η συνθήκη (чаще мн.)' жилищные \условиея οι συνθήκες κατοικίας; при \условиеи, с \условиеем με τον όρο· на льготных \условиеях με ευνοϊκούς όρους; ни при каких \условиеях με κανένα τρόπο* * *сο όρος, η συνθήκη (чаще мн.)жили́щные усло́вия — οι συνθήκες κατοικίας
при усло́вии, с усло́вием — με τον όρο
на льго́тных усло́виях — με ευνοϊκούς όρους
ни при каки́х усло́виях — με κανένα τρόπο
-
8 гора
гор||аὁκ1. τό ὅρος, τό βουνό:ледяная \гора τό παγόβουνο· кататься с \гораы (на санках) κατηφορίζω μέ τό ἔλκηθρο· идти в гору о) ἀνεβαίνω ἀνήφορο, ἀνηφορίζω, б) перен προκόβω, ἔχω ἐπιτυχίες· идти́ под гору κατεβαίνω, κατηφορίζω·2. перен (куча) ὁ σωρός, ἡ στοίβα, ἡ στιβάς/ τό πλήθος (множество):\гора книг ὁ σωρός βιβλίων ◊ пир \гораой разг τρικούβερτο γλέντι· как \гора с плеч (свалилась) разг ἐβγαλα ἕνα μεγάλο βάρος ἀπό πάνω μου· сулить золотые го́ры разг ὑπόσχομαι λαγούς μέ πετραχήλια· стоять \гораой за кого-л., за что-л. ὑπερασπίζω κάποιον, κάτι μ' ὅλες μου τίς δυνάμεις· быть не за \гораами разг γρήγορα, σύντομα· \гора родила мышь τό βουνό κοιλοπονοδσε κ' ἔναν πόντικα γεννοῦσε, ὠδινεν ὄρος ἐτεκεν μῦν за \гораами за долами фольк. δρόμο παίρνει, δρόμο ἀφήνει. -
9 условие
услов||иес1. ὁ ὅρος, ἡ προϋπόθεση/ οἱ συνθήκες (т/с. мн.)\ жилищи́ые \условиеия οἱ συνθήκες κατοικίας· \условиеия труда οἱ συνθήκες τής ἐργασίας· при \условиеии ὑπό τόν ὅρο· при настоящих \условиеиях στίς σημερινές συνθήκες, ὑπό τάς παρούσας συνθήκας· при любых \условиеиях σέ ὅλες τίς περιπτώσεις, κάτω ἀπό ὁποιεσδήποτε συνθήκες· при благоприятных \условиеиях σέ εὐνοϊκές συνθήκες· на льготных \условиеиях μέ εὐνοϊκούς ὅρους·2. (договора) ὁ ὅρος:\условиеия договора, соглашения οἱ ὅροι τοῦ συμβολαίου· нару́шить \условиеия договора παραβαίνω τους ὅρους τής συμφωνίας. -
10 гора
-ы θ.1. βουνό, όρος•ледяная гора παγόβουνο•
снежная гора χιονόβουνο (για παγοδρομίες).
2. σωρός μεγάλος, πλήθος, στίβα•гора ящиков βουνό από κιβώτια.
3. επίρ. -ой σαν βουνό (μεγάλος σωρός).εκφρ.гора на душе лежит – έχω βάρος μεγάλο στην ψυχή (σαν βουνό)•гора с плеч (свалилась) – μου ‘φύγε ένα μεγάλο βάρος από πάνω μου (ξαλάφρωσα)•-у своротить, сдвинуть – αναποδογυρίζω, κουνώ βουνά (επιτελώ μεγάλες πράξεις)•не за -ами – δεν είναι, μακριά, είναι κοντά, σιμά, φαίνεται•в -у идти (ή поднимать(ся) – ανέρχομαι τις βαθμίδες της ιεραρχίας, αναδείχνομαι•под -у идти ή катиться – κ.τ.τ. παίρνω τόν κατήφορο, τόν κατιόντα κλάδο (παρακμάζω)•надеяться как на каменную -у – βασίζομαι, στηρίζομαι απόλυτα, (σε κάποιον)•пир -ой – γλέντι τρικούβερτο•- мышь родила – κοιλοπόνεσε βουνό και γέννησε ποντίκι ή ώδινεν όρος, έτεκε μυν (стоять) -ой за кого-что στέκομαι βουνό (ακλόνητος) στο πλευρό κάποιου•гора с -ой не сдвинется, а человек с человеком свидится – βουνό με βουνό δε συναντιέται, όμως ο άνθρωπος με τον άνθρωπο συναντιέται παρμ. смерть не за горами, а за плечами παρμ. ο θάνατος δεν είναι μακριά, μπορεί να επέρθει από ώρα σε ώρα, από στιγμή σε στιγμή. -
11 сыворотка
-и θ.1. το τυρόγαλα, ο ορός.2. (ιατρ., βιολ.) ο ορός. -
12 член
-а α.1. μέλος•-ы тела τα μέλη του σώματος•
члены предложения τα μέλη της πρότασης•
-ы семьй τα μέλη της οικογένειας•
-партии μέλος του κόμματος•
член провсоюзов μέλος των συνδικάτων•
член экспедиции μέλος της αποστολής.
2. ο όρος•член дроби ο όρος του κλάσματος•
член суждения μέλος της κρίσης (στη λογική).
3. (γραμμ.) το άρθρο•определенный и неопределенный член οριστικό και αόριστο άρ-άρθρο.
εκφρ.—корреспондент – αντεπιστέλλον μέλος. -
13 водность
ο βαθμός συγκέντρωσης ύδατοςсредний по - и год ο μέσος όρος ετήσιας συγκέντρωσης ύδατος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > водность
-
14 возмещение
η αποζημίωσ/η, η αμοιβήиск ο - и αξίωση/απαίτηση για την -получать - за убытки παίρνω/λαμβάνω - για τις ζημιέςтребование ο - и убытков грузоотправителя απαίτηση για - του αποστολέα φορτίου/εμπορευμάτων- ζημιώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > возмещение
-
15 гора
το όρος, το βουνόстоловые - ы (геогр) τα τραπεζοειδή όρη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гора
-
16 жёсткий
1. (не мягкий, твёрдый) σκληρός 2. (строгий) σκληρ/ός, αυστηρός- режим - όρος, η αυστηρή προδιαγραφή3. (ο конструкции) άκαμπτος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > жёсткий
-
17 замечание
1. (суждение, высказывание по поводу чего-л.) η επισήμανσ/η, η παρατήρηση, το σχόλιο, (в коносаменте) о όρος, το άρθρο, η ρήτραучитывая - я παίρνοντας/λαμβά-νοντας υπ' όψη τις - εις2. (выговор) η παρατήρηση, η κατάκριση, η επίκριση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > замечание
-
18 капельница
1. (пузырёк с приспособлением для отсчитывания капель) η φιάλη με το σταγονόμετροразг. о ορός2. (пипетка) το σταγονόμετροРусско-греческий словарь научных и технических терминов > капельница
-
19 клаузула
1. юр. о όρος, η ρήτρα, το κεφάλαιο 2. литер. το τέλος (του ποιήματος) 3. (в риторике) το κλείσιμο, το τέλος (του λόγου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > клаузула
-
20 кондиция
(качество, норма) о όρος, η συμφωνία, η προδιαγραφή (της ποιότητας, της ποσότητας κ.λπ).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кондиция
См. также в других словарях:
.όρος — ὅρος , ὅρος boundary masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρός — the watery masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄρος — implement for pressing grapes neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὅρος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅρος — boundary masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν … Dictionary of Greek
ορός — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν … Dictionary of Greek
ορός — ο 1. το υγρό που μένει μετά την πήξη του γάλατος ή του αίματος. 2. διάλυμα από άλατα ή ζάχαρο για θεραπευτικούς σκοπούς: Τεχνητός ορός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
όρος — ο ου 1. διάταξη, συμφωνία, κανόνας: Όροι συνθήκης, συμφωνίας, δανείου κτλ. 2. ονομασία πραγμάτων ή εννοιών στις επιστήμες ή τις τέχνες: Αυτός είναι επιστημονικός όρος. 3. κατάσταση, συνθήκη ζωής: Όροι διαβίωσης. το ους, ύψωμα της γήινης… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιμολυτικός ορός — Ορός αίματος ζώου που περιέχει σημαντικές ποσότητες αιμολυσινών, δραστικών εναντίον ερυθρών αιμοσφαιρίων συγκεκριμένου ζωικού είδους. Ο α.ο. που χρησιμοποιείται συνήθως είναι ο αντιπροβάτειος. Για να τον παρασκευάσουμε κάνουμε διαδοχικές… … Dictionary of Greek
Κουκ, όρος — Όρος (3.764 μ.) των δυτικών Άλπεων στο νησί της δυτικής Νέας Ζηλανδίας. Είναι το ψηλότερο του νησιού και οι ιθαγενείς το ονομάζουν Αορανγκί (= μεγάλο άσπρο νέφος). Η κορυφή του έχει πολύ απότομες πλαγιές και αποτελείται από κρυσταλλικά πετρώματα … Dictionary of Greek