-
21 оговорка
η ρήτραο όρος, το άρθροгарантийная фин. - της εγγυητικής επιστολήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > оговорка
-
22 отметка
1. (метка, знак) το σήμα, το σημείο, το σημάδι, (рлк) το στίγμαреперная - το σημείο χωροστάθμισης, το ορόσημο2. (оценка) о βαθμός 3. (действие, оговорка запись) το (υπο)σημείωμα, ο όροςτο άρθροконосамент с - ой «фрахт подлежит уплате грузополучателем» φορτωτική με - «ναύλος πληρωτέος εις τον προορισμόν υπό του παραλήπτου»Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отметка
-
23 переуступка
(напр. права) η εκχώ-ρησ/η, η παραχώρηση, η μεταβίβαση(напр. векселя) η διαπραγμάτευση*условиеРусско-греческий словарь научных и технических терминов > переуступка
-
24 платёж
η πληρώ μ/ή, η καταβολή του τιμήματοςв иностранной валюте - σε ξένο νόμισμα, выдача документов против - а έγγραφα έναντι - ήςналоженным - ом - με αντικαταβολή (C.O.D.)невзысканный - απλήρωτος -, εκκρεμής -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > платёж
-
25 предпосылка
η προϋπόθεση, ο όροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > предпосылка
-
26 прожиточный
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прожиточный
-
27 профессионализм
1. (занятие чем-л. как профессией) о επαγγελματισμός 2. лингв. о (επαγγελματικός) όρος, η επαγγελματική ορολογία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > профессионализм
-
28 раствор
1. (однородная смесь с равномерным распределением одного вещества в среде другого) το διάλυματο μείγμαвыпадать из - а κατακάθομαι από το -, κατακρημνίζομαι από το -, образовывать - δημιουργώ -крепкий - ισχυρό -, συμπυκνωμένο -начальный - хим. αρχικό -пропитывающий - (противогнилостный) - συντήρησης, αντισηπτικό -строительный - το κονίαμα, η λάσπη οικοδομήςтравильный мет. - καθαρισμού (εμβάπτισης)травящий полигр. - χάραξηςфизиологический - мед. о ορός2. (расстояние между точками, элементами устройства и т п.) το άνοιγμα· - антенны - της κεραίας- ράουλωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > раствор
-
29 салол
фарм. η σαλόλη (ο εμπορικός όρος του σαλικυλικού οξύ).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > салол
-
30 сыворотка
1. (молочная) το ξινόγαλο 2. (мед., биол.) о ορόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сыворотка
-
31 техницизм
лингв. о πολύ στενός τεχνικός όρος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > техницизм
-
32 член
1. (организации, общества, объединения и т.п) το μέλος- του κοινοβουλίου, ο βουλευτής2. грам. το μέρος, το άρθρο 3. мат. о όρ/ος- - множества το μέλος του συνόλου 4. анат. το μόριο(половой) το ανδρικό γεννητικό μόριο, το πέοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > член
-
33 необходимый
необходи́мыйприл ἀναγκαίος, ἀπαραίτητος:\необходимыйые средства τά ἀναγκαία μέσα· \необходимыйое усло́в-ие ὁ ἀπαραίτητος ὄρος· считаю \необходимыйым... θεωρώ ἀναγκαίο νά... -
34 непременный
непременн||ыйприл ἀπαραίτητος, ἀναγκαίος, ἄφευκτος, βέβαιος:\непременныйое условие ὁ ἀπαραίτητος ὀρος· ◊ \непременныйый секретарь ὁ μόνιμος γραμματεύς -
35 оговорка
оговор||каж1. ἡ ἐπιφύλαξη [-ις], ὁ ὀρος:сделать \оговоркаку διατυπώνω бро· с \оговоркакой μέ ἐπιφύλαξη· без \оговоркаок χωρίς ἐπιφυλάξεις, ἀνεπιφυλάκτως·2. (ошибочно сказанное слово, фраза) τό λάθος, ἡ παραδρομή τής γλώσσας. -
36 предпосылка
предпосылкаж ἡ προί)πόθεση [-ις] / филос. ὁ ὅρος (συλλογισμού).· основная \предпосылка ἡ βασική προϋπόθεση· \предпосылка успеха ἡ προϋπόθεση τής ἐπιτυχίας. -
37 среднее
средн||еес ὁ μέσος ὅρος:ниже \среднееего а) κάτω ἀπό τό μέσο ἐπίπεδο, б) κάτω ἀπ' τό μέτριο (т/с. о способностях)· в \среднееем κατά μέσον δρον. -
38 термин
терминм ὁ ὅρος. -
39 ценз
цензм τό δριο[ν]:избирательный \ценз τό ἐκλογικό δριο, ὅρος συμμετοχής στίς ἐκλογές· имущественный \ценз τό οἰκονομικό δριο, τό ὅριο περιουσίας· возрастной \ценз τό δριο ἡλικίας. -
40 член
членм1. (тела, тж. организации и т. п.) τό μέλος:\член семьи́ τό μέλος οἰκογενείας· \член коммунистической партии τό μέλος τοῦ Κομμουνιστικοὔ Κόμματος· \член профсоюза μέλος τοῦ ἐπαγγελματικού σωματείου:\член правительства (парламента) τό μέλος τής κυβερνήσεως (τῆς βουλής), ὁ βουλευτής· \член президиума Верховного Совета τό μέλος τοῦ Προεδρείου τοῦ "Ανωτάτου Σοβιέτ· \член партбюро́ τό μέλος τοῦ κομματικοῦ γραφείου· \член-корреспон-дент τό ἀντεπιστέλλον μέλος· почетный \член τό ἐπίτιμον μέλος· \члены дипломатического корпуса τό προσωπικόν τοῦ διπλω-ματικοῦ σώματος·2. мат ὁ ὅρος κλάσματος·3. грам. τό ἄρθρο[ν], τό μέρος:\член предложения τό μέρος τής πρότασης· определенный \член τό ὁρισμένο ἄρθρο· неопределенный \член τό ἀόριστο ἄρθρο.
См. также в других словарях:
.όρος — ὅρος , ὅρος boundary masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρός — the watery masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄρος — implement for pressing grapes neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὅρος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅρος — boundary masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν … Dictionary of Greek
ορός — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν … Dictionary of Greek
ορός — ο 1. το υγρό που μένει μετά την πήξη του γάλατος ή του αίματος. 2. διάλυμα από άλατα ή ζάχαρο για θεραπευτικούς σκοπούς: Τεχνητός ορός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
όρος — ο ου 1. διάταξη, συμφωνία, κανόνας: Όροι συνθήκης, συμφωνίας, δανείου κτλ. 2. ονομασία πραγμάτων ή εννοιών στις επιστήμες ή τις τέχνες: Αυτός είναι επιστημονικός όρος. 3. κατάσταση, συνθήκη ζωής: Όροι διαβίωσης. το ους, ύψωμα της γήινης… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιμολυτικός ορός — Ορός αίματος ζώου που περιέχει σημαντικές ποσότητες αιμολυσινών, δραστικών εναντίον ερυθρών αιμοσφαιρίων συγκεκριμένου ζωικού είδους. Ο α.ο. που χρησιμοποιείται συνήθως είναι ο αντιπροβάτειος. Για να τον παρασκευάσουμε κάνουμε διαδοχικές… … Dictionary of Greek
Κουκ, όρος — Όρος (3.764 μ.) των δυτικών Άλπεων στο νησί της δυτικής Νέας Ζηλανδίας. Είναι το ψηλότερο του νησιού και οι ιθαγενείς το ονομάζουν Αορανγκί (= μεγάλο άσπρο νέφος). Η κορυφή του έχει πολύ απότομες πλαγιές και αποτελείται από κρυσταλλικά πετρώματα … Dictionary of Greek