-
41 термин
[τιέρμιν] ουσ. α. όρος -
42 условие
[ουσλόβιιε] ονσ. ο. όρος -
43 термин
[τιέρμιν] ουσ α όρος -
44 условие
[ουσλόβιιε] ονσ. ο. όρος -
45 детрит
-а α.δαμαλίδα, αντιευλογικός ορός. -
46 клаузула
-ы θ.1. όρος, ρήτρα• κεφάλαιο, ιδιαίτερο άρθρο.2. (ρητορ.) κλείσιμο του λόγου.3. κλείσιμο του στίχου (οι τελευταίες -του συλλαβές). -
47 малоупотребительный
επ., βρ: -лен, -льна, -льноδύσχρηστος, σπάνια χρησιμοποιούμενος•малоупотребительный термин δύσχρηστος όρος•
-ое выражение δύσχρηστη έκφραση.
-
48 необходимый
επ. βρ: -дим, -а, -о.1. απαραίτητος, αναγκαίος• επιταχτικός•-ая нужда επι-ταχτική ανάγκη•
-ое условие απαραίτητος όρος•
возьми -ые вещи πάρε τα απαραίτητα πράγ-τ ματα•
сделать -ые выводы βγάζω τα απαραίτητα συμπεράσματα.
2. (φιλοσ.) αναγκαίος. -
49 непременный
επ., βρ: -мнен, -мнна, -о1. απαραίτητος•-ое условие απαραίτητος όρος.
2. μόνιμος•непременный член комиссии μόνιμο μέλος επιτροπής•
непременный секретарь μόνιμος γραμματικός•
непременный заседатель μόνιμος σύνεδρος.
-
50 норма
-ы θ.καθιερωμένο όριο. || κανόνας, αρχή•-ы поведения κανόνες συμπεριφοράς•
выйти из норм παραβιάζω τους κανόνες.
|| το κανονικό, ο μέσος όρος•норма выпадения осадков το μέσον ύψος της βροχής.
|| το (καθ)ορισμένο ποσό•норма прибыли καθορισμένο ποσό κέρδους.
εκφρ.войти (прийти) в -у – μπαίνω στονκανονικό ρυθμό (ή κατάσταση). -
51 оговорка
-
52 пат
-
53 первейший
επ. υπερθ. β. του επ. первый.1. πρώτιστος, πρωταρχικός•-ее условие πρωταρχικός όρος•
-ая задача πρώτιστο καθήκο.
2. ο ο καλύτερος, ο πιο καλός, ο κάλλιστος. -
54 предварительный
επ.1. προκαταρκτικός•-ые переговоры προκαταρκτικές συνομιλίες•
-ое следствие προανάκριση•
-ое заключения προφυλάκιση•
-ое условие προκαταρκτικός όρος•
-ые меры προκαταρκτικά μέτρα•
-ая команда προειδοποιητικό παράγγελμα.
2. προκαταβολικός, πρότερος. -
55 предпосылка
-и θ.1. προύπόθεση•-и успеха προύποθέσεις επιτυχίας.
2. (φιλοσ.) αφετηρία• όρος• λήμμα. -
56 примитив
-а α.το αρχικό, το αρχέγονο, το το πρωτόγονο.(Τέχνη) αρχαϊκός, παλακός•-ы (διεθνής όρος) αρχικοί, πριμιτίβοι.
-
57 противостолбнячный
επ.αντιτετανικός•-ая сыворотка αντιτετανικός ορός. -
58 ряда
-ы θ. (διαλκ.) συμφωνία• όρος. -
59 технический
επ.τεχνικός•-ая осталость η τεχνική καθυστέρηση•
-ие усовершенствования τεχνικές τελειοποιήσεις•
технический кружок ο τεχνικός όμιλος•
-ие требование τεχνικές απαιτήσεις•
-ое образование τεχνική μόρφωση•
-ое оборудование τεχνικός εξοπλισμός•
технический термин τεχνικός όρος.
εκφρ.технический редактор – βλ. техред. -
60 умеренность
-и θ.μετριότητα• μετριοπάθεια• μετριοφροσύνη μέσος όρος.
См. также в других словарях:
.όρος — ὅρος , ὅρος boundary masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρός — the watery masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄρος — implement for pressing grapes neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὅρος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅρος — boundary masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν … Dictionary of Greek
ορός — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν … Dictionary of Greek
ορός — ο 1. το υγρό που μένει μετά την πήξη του γάλατος ή του αίματος. 2. διάλυμα από άλατα ή ζάχαρο για θεραπευτικούς σκοπούς: Τεχνητός ορός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
όρος — ο ου 1. διάταξη, συμφωνία, κανόνας: Όροι συνθήκης, συμφωνίας, δανείου κτλ. 2. ονομασία πραγμάτων ή εννοιών στις επιστήμες ή τις τέχνες: Αυτός είναι επιστημονικός όρος. 3. κατάσταση, συνθήκη ζωής: Όροι διαβίωσης. το ους, ύψωμα της γήινης… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιμολυτικός ορός — Ορός αίματος ζώου που περιέχει σημαντικές ποσότητες αιμολυσινών, δραστικών εναντίον ερυθρών αιμοσφαιρίων συγκεκριμένου ζωικού είδους. Ο α.ο. που χρησιμοποιείται συνήθως είναι ο αντιπροβάτειος. Για να τον παρασκευάσουμε κάνουμε διαδοχικές… … Dictionary of Greek
Κουκ, όρος — Όρος (3.764 μ.) των δυτικών Άλπεων στο νησί της δυτικής Νέας Ζηλανδίας. Είναι το ψηλότερο του νησιού και οι ιθαγενείς το ονομάζουν Αορανγκί (= μεγάλο άσπρο νέφος). Η κορυφή του έχει πολύ απότομες πλαγιές και αποτελείται από κρυσταλλικά πετρώματα … Dictionary of Greek