-
1 ορίζω
[оризо] р. определять, назначать, приказывать, повелевать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ορίζω
-
2 лимитировать
ορίζω, καθορίζωπροσδιορίζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > лимитировать
-
3 назначать
назнач||атьнесов1. (устанавливать) ὀρίζω, καθορίζω:\назначать день ὀρίζω (τήν) ήμέρα· \назначать заседание на 5 часов ὀρίζω τήν συνεδρίαση στις 5 ἡ ὠρα· \назначать цену καθορίζω τήν τιμή· \назначать пенсию καθορίζω σύνταξη·2. (на должность и т. п.} διορίζω:\назначать на пост директора διορίζω διευθυντή· \назначать командиром роты διορίζω διοικητή λόχου·3. (лечение) ὀριζω:\назначать лекарство ὁρίζω φάρμακο. -
4 назначить
ρ.σ.μ.1. καθορίζω, ορίζω, προσδιορίζω•назначить день отъезда ορίζω τη μέρα αναχώρησης•
назначить свидание ορίζω συνάντηση•
назначить цену ορίζω την τιμή•
назначить срок καθορίζω προθεσμία•
назначить собрание προσδιορίζω συνέλευση•
назначить себе преемника ορίζω διάδοχο μου.
2. προορίζω•назначить сына в военную службу προορίζω το γ ιό για στρατιωτικό.
3. διορίζω•назначить на пост министра διορίζω υπουργό.
|| αναθέτω•ему -ли несложную работу του ανάθεσαν ελαφρά δουλειά.
4. συσταίνω, υποδείχνω (για φάρμακα, θεραπεία κ.τ.τ.).5. προκαθορίζω. -
5 определить
определитьсов, определять несов1. (устанавливать) καθορίζω, προσδιορίζω:\определить обязанности каждого καθορίζω τίς ὑποχρεώσεις τοῦ καθένα· \определить болезнь προσδιορίζω τήν ἀσθένεια·2. (давать научную характеристику) ὁρίζω, δίνω ὁρισμό·3. мат καθορίζω:\определить у́гол καθορίζω γωνίαν \определить расстояние προσδιορίζω (или καθορίζω) τήν ἀπόσταση·4. юр. (решать, постановлять) ἀποφασίζω, ὁρίζω·5. (обусловливать) καθορίζω, προσδιορίζω:хорошая подготовка определила успех ἡ καλή προπαρασκευή κα-θώρισε τήν ἐπιτυχία·6. (назначать) ὁρίζω, διορίζω:\определить срок ὁρίζω τήν προθεσμία·7. (ассигновать) ἐγκρίνω ποσόν, χορηγώ·8. (на службу и т. п.) уст. βάζω, τοποθετώ:\определить на работу τοποθετώ σέ ὑπηρεσία \определиться1. (стать определенным) διαμορφώνομαι, διαπλάσσομαι·2. (на службу) уст. τοποθετοῦμαι, διορίζομαι, -
6 устанавливать
устанавливатьнесов, установить сов1. τοποθετώ, βάζω/ μοντάρω, συναρμολογώ (смонтировать):\устанавливать в рид βάζω στή γραμμή·2. (налаживать) ἐγκαθιστώ, ἀποκαθιστώ, βάζω:\устанавливать порядок βάζω τάξη· \устанавливать контроль ἐγκαθιστώ ἔλεγχο· \устанавливать связь ὁργανώνω τήν ἐπικοινωνία· \устанавливать отношения ἀποκαθιστώ σχέσεις· \устанавливать прицел воен. καθορίζω τόν στόχο·3. (вводить) καθορίζω, ὁρίζω, θεσπίζω, καθιερώνω:\устанавливать дни отдыха ὁρίζω ἡμέρες τής ἀνάπαυσης· \устанавливать время (день) καθορίζω τήν ὠρα (τήν ἡμέρα)· \устанавливать цены ὁρίζω τίς τιμές·4. (определять, выяснять) διαπιστώνω, ἐξακριβώνω:\устанавливать истину ἐξακριβώνω τἡν ἀλήθεια· \устанавливать факт διαπιστώνω τό γεγονός· ◊ \устанавливать личность ἐξακριβώνω τήν ταυτότητα. -
7 цена
η τιμ/ή- ы не включают НДС (налог на добавленную стоимость) - ές δεν περιλαμβάνουν το Φ.Π.Α. (Φόρο Προστιθέμενης Αξίας)падать резко в - е πέφτω απότομα/κατακόρυφα σε -пересмотр цен - αναθεώρηση/επανεξέταση των - ώνповышение цен αύξηση/άνοδος - ώνпредлагать - у προσφέρω/προτείνω την -предоставлять особую - у παρέχω/παραχωρώ ειδική -прейскурант с - ами СИФ τιμοκατάλογος με τιμές С.I.F. (που περιλαμβάνουν το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα)прейскурант с - ами ФОБ τιμοκατάλογος με - ές F.O.B. (που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε δαπάνη μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο)продавать по высокой (низкой) - е πουλάω/πωλώ με υψηλή (χαμηλή) -сбивать - ы κατεβάζω/κόβω τις - έςснижать - ы μειώνω/κατεβάζω τις - έςснижение цен μείωση - ών, οι εκπτώσειςсохранять - ы (на прежнем уровне) κρατάω/κρατώ τις - ές (στο ίδιο επίπεδο)увеличивать - у на... % αυξάνω την - κατά... %указывать - у σημειώνω/γράφω την -уменьшать - у μειώνω/κατεβάζω την -биржевая - δημοσιευμένη -, οριζόμενη - (χρηματιστηρίου)бросовая торг. - κάτω του κόστουςваловая - ακαθάριστη -, μ(ε)ικτή ----выпускная - διάθεσης (χρεωγράφων, μετοχών)-завышенная - υπερτιμημένη -, αυξημένη -заниженная - υποτιμημένη -, μειωμένη --зональная - ισχύουσα στην περιφέρεια ή ζώνη (όπου τα έξοδα παράδοσης είναι διάφορα από κάθε σημείο της ζώνης)- Κ ΑΦ - περιέχουσα την αξία του εμπορεύματος και το ναύλο μεταφοράς στο λιμάνη προορισμούпокупная - αγοράς, αγοραστική -приемлемая - προσιτή -, αποδεκτή -- СИФ - που περιλαμβάνει το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα, разг. - С.Ι.F. (ξεν.)-- ФОБ - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο - F.O.B (ξεν)- ФОБ со штивкой - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο και τα έξοδα της στοιβασίας- ФОР - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι την τοποθέτηση του στα σιδηροδρομικά οχήματα/βαγόνια - F.O.R (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цена
-
8 назначать
назначать, назначить καθορίζω· ορίζω (установить)' διορίζω (распределить)* * *= назначитьκαθορίζω; ορίζω ( установить); διορίζω ( распределить) -
9 наметить
-
10 определить
определить, определять ορίζω, καθορίζω· προσδιορίζω (устанавливать)* * *= определятьορίζω, καθορίζω; προσδιορίζω ( устанавливать) -
11 свидание
свидание с η συνάντηση; το ραντεβού (тж. любовное)· назначить \свидание ορίζω συνάντηση, κάνω ραντεβού ◇ до \свиданиея! καλή αντάμωση!, χαίρετε!, αντίο!* * *сη συνάντηση; το ραντεβού (тж. любовное)назна́чить свида́ние — ορίζω συνάντηση, κάνω ραντεβού
••до свида́ния! — καλή αντάμωση!, χαίρετε!, αντίο!
-
12 устанавливать
устанавливать, установить 1) (ставить, оборудовать) τοποθετώ; εγκαθιστώ* μοντάρω, συναρμολογώ (монтировать) 2) (определить) καθορίζω* διαπιστώνω* \устанавливать срок ορίζω προθεσμία* * *= установить1) (ставить, оборудовать) τοποθετώ; εγκαθιστώ; μοντάρω, συναρμολογώ ( монтировать)2) ( определить) καθορίζω; διαπιστώνωустана́вливать срок — ορίζω προθεσμία
-
13 оцеиивать
оце́ииватьнесов, оценить сов1. ек-τιμῶ, διατιμώ, ὑπολογίζω τήν ἀξία / ὁρίζω τήν τιμήν (назначать цену):\оцеиивать лошадь ὁρίζω τήν τιμή τοῦ ἀλογου·,\оцеиивать товар διατιμώ τό ἐμπόρευμα· \оцеиивать имущество ἐκτιμώ τήν περιουσία·2. перен κρίνω, ἐκτιμώ:\оцеиивать чей-л. поступок κρίνω τήν πράξη κάποιου· -» по достоинству κρίνω ὀπως τοῦ ἀξίζει· ·\оцеиивать обстановку, положение σταθμίζω τήν κατάσταση. -
14 предписать
предписатьсое., предписывать несов ὁρίζω / δίνω ἐντολή, διατάσσω (приказывать):\предписать строгую диету ὁρίζω αὐστηρή δίαιτα. -
15 градуировать
1. (наносить деления) χαράζω (την κλίμακα) 2. (определять или устанавливать цену деления шкалы) διαβαθ-μίζω/προσδιορίζω/ορίζω (την κλίμακα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > градуировать
-
16 дата
η ημερομηνία, η χρονολογίαв течение... дней с - ы получения στη διάρκεια... ημερών από την - της παραλαβήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > дата
-
17 допуск
1. (право входа{}доступа{}) η άδεια εισόδου/πρόσβασης 2. тех. η ανοχ/ήназначать - и ορίζω/προσδιορίζω τις - ές2. (предполагать) υποθέτω, θεωρώ, δέχομαι, λαμβάνω ως δεδομένο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > допуск
-
18 задавать
(величину, условие) мат. ορίζω, δίνω* *- наперед προσδιορίζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > задавать
-
19 назначать
1. (на должность, на пост) διορίζωτοποθετώ2. (состав, режим) προσδιορίζωκαθορίζω3. (ассигновывать) κατανέμω, διανέμω, επιμερίζω 4. (лечение) ορίζω (κούρα/φάρμακα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > назначать
-
20 плата
1. (денежный взнос за услуги) η πληρωμή, το τίμημα, η αμοιβήбез дополнительной - ы χωρίς συμπληρωματική -, освобождение от - ы απελευθέρωση από την -арендная - για ενοικίαση/μίσθωση, το μίσθιο/ενοίκιοзаработная - ο μισθός, οι αποδοχές (πλ.)поразговорная (тлф) - βάσει του χρόνου συνδιάλεξης 2 (диэлектрическая пластина) η διηλεκτρική πλάκαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > плата
См. также в других словарях:
ορίζω — ορίζω, όρισα βλ. πίν. 33 Σημειώσεις: ορίζω : η προστακτική αορίστου ορίστε χρησιμοποιείται και ως απάντηση σε κάλεσμα (π.χ. ορίστε, τι θέλετε;) ή ως ερώτηση (πώς;) επιφωνηματική έκφραση (να!) κτλ … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ὁρίζω — divide pres subj act 1st sg ὁρίζω divide pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορίζω — (ΑΜ ὁρίζω, Α ιων. τ. οὐρίζω) [όρος (Ι)] 1. θέτω τα γεωγραφικά όρια ή χρησιμεύω ως όριο, δηλ. προσδιορίζω τη θέση τόπου, χώρας ή λαού (α. «τα Πυρηναία ορίζουν την Ισπανία προς βορράν» β. «τὴν αρχὴν ὥριζεν αὐτῷ ή Ἐρυθρά Θάλαττα», Ξεν.) 2. διατυπώνω … Dictionary of Greek
ορίζω — όρισα, ορίστηκα, ορισμένος 1. βάζω όριο, σύνορο, καθορίζω τη θέση: Ο Έβρος ορίζει την Ελλάδα και την Τουρκία. 2. προσδιορίζω, καθορίζω χρονικά: Δεν ορίστηκε ακόμα η μέρα των εξετάσεων. 3. είμαι κύριος, εξουσιάζω: Αυτά τα νησιά τα ορίζει η Ελλάδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὡρίσθην — ὁρίζω divide plup ind mp 3rd dual ὁρίζω divide aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ὁρίζω divide aor ind pass 1st sg ὁρίζω divide plup ind mp 3rd dual (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρίζεσθε — ὁρίζω divide pres imperat mp 2nd pl ὁρίζω divide pres ind mp 2nd pl ὁρίζω divide imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρίζετε — ὁρίζω divide pres imperat act 2nd pl ὁρίζω divide pres ind act 2nd pl ὁρίζω divide imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρίζῃ — ὁρίζω divide pres subj mp 2nd sg ὁρίζω divide pres ind mp 2nd sg ὁρίζω divide pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρίσουσιν — ὁρίζω divide aor subj act 3rd pl (epic) ὁρίζω divide fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὁρίζω divide fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρίσω — ὁρίζω divide aor subj act 1st sg ὁρίζω divide fut ind act 1st sg ὁρίζω divide aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὡρισμένα — ὁρίζω divide perf part mp neut nom/voc/acc pl ὡρισμένᾱ , ὁρίζω divide perf part mp fem nom/voc/acc dual ὡρισμένᾱ , ὁρίζω divide perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)