-
1 προσδιορίζω
[просдиоризо] р. определять, устанавливать, назначать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > προσδιορίζω
-
2 определить
определитьсов, определять несов1. (устанавливать) καθορίζω, προσδιορίζω:\определить обязанности каждого καθορίζω τίς ὑποχρεώσεις τοῦ καθένα· \определить болезнь προσδιορίζω τήν ἀσθένεια·2. (давать научную характеристику) ὁρίζω, δίνω ὁρισμό·3. мат καθορίζω:\определить у́гол καθορίζω γωνίαν \определить расстояние προσδιορίζω (или καθορίζω) τήν ἀπόσταση·4. юр. (решать, постановлять) ἀποφασίζω, ὁρίζω·5. (обусловливать) καθορίζω, προσδιορίζω:хорошая подготовка определила успех ἡ καλή προπαρασκευή κα-θώρισε τήν ἐπιτυχία·6. (назначать) ὁρίζω, διορίζω:\определить срок ὁρίζω τήν προθεσμία·7. (ассигновать) ἐγκρίνω ποσόν, χορηγώ·8. (на службу и т. п.) уст. βάζω, τοποθετώ:\определить на работу τοποθετώ σέ ὑπηρεσία \определиться1. (стать определенным) διαμορφώνομαι, διαπλάσσομαι·2. (на службу) уст. τοποθετοῦμαι, διορίζομαι, -
3 определить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. определенный, βρ: -лен, -лена, -лено.1. καθορίζω, προσδιορίζω•определить направление ветра προσδιορίζω την κατεύθυνση του άνεμου•
обязанности каждого καθορίζω τις υποχρεώσεις του καθενός.
|| κάνω διάγνωση•определить болезнь κάνω διάγνωση της ασθένειας.
(μαθ.) βρίσκω, λογαριάζω•определить треугольник, угол προσδιορίζω το τρίγωνο, τη γωνία.
|| διασαφηνίζω, διευκρινίζω, ξεδιαλύνω, ξεκαθαρίζω,2. χαρακτηρίζω, διατυπώνω, ορίζω, δίνω ορισμό•определить искусство δίνω τον ορισμό της Τέχνης.
3. σημειώνω, διαγράφω•определить пунктиром линию раз-рза καθορίζω στικτώς τη γραμμή κοπής.
4. καθιερώνω. || αποφασίζω, βγάζω απόφαση. || χορηγώ, παρέχω, δίνω. || μτφ. προετοιμάζω, προαποφασίζω, προκαθορίζω.5. διορίζω, τοποθετώ• ονομάζω• βάζω•его -ли в судьи τον ονόμασαν δικαστή•
отец -ил сына в сапожника ο πατέρας έβαλε το γιο να μάθει τσαγκάρης.
1. καθορίζομαι, προσδιορίζομαι• διασαφηνίζομαι, διευκρινίζομαι, ξεδιαλύνομαι, ξεκαθαρίζομαι. || σχηματίζομαι, διαμορφώνομαι πλήρως•характер -лся ο χαρακτήρας διαμορφώθηκε πλήρως.
2. προσανατολίζομαι.3. κατατάσσομαι, τοποθετούμαι κρίνομαι• μπαίνω•-в военную службу μπαίνω στη στρατιωτική υπηρεσία•
определить в пехоту κατατάσσομαι στο πεζικό•
определить в команду корабля πιάνω δουλειά στο καράβι (γίνομαι μέλος του πληρώματος).
-
4 определить
определить, определять ορίζω, καθορίζω· προσδιορίζω (устанавливать)* * *= определятьορίζω, καθορίζω; προσδιορίζω ( устанавливать) -
5 назначить
ρ.σ.μ.1. καθορίζω, ορίζω, προσδιορίζω•назначить день отъезда ορίζω τη μέρα αναχώρησης•
назначить свидание ορίζω συνάντηση•
назначить цену ορίζω την τιμή•
назначить срок καθορίζω προθεσμία•
назначить собрание προσδιορίζω συνέλευση•
назначить себе преемника ορίζω διάδοχο μου.
2. προορίζω•назначить сына в военную службу προορίζω το γ ιό για στρατιωτικό.
3. διορίζω•назначить на пост министра διορίζω υπουργό.
|| αναθέτω•ему -ли несложную работу του ανάθεσαν ελαφρά δουλειά.
4. συσταίνω, υποδείχνω (για φάρμακα, θεραπεία κ.τ.τ.).5. προκαθορίζω. -
6 размежевать
-жую, -жуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. размежванный, βρ: -ван, -а, -оρ.σ.μ.1. οροθετώ, οροσημαίνω, βάζω όρια, σύνορα•размежевать землю οροθετώ τη γη.
2. ξεχωρίζω, καθορίζω, προσδιορίζω•размежевать сферу влияния: (μτφ.) προσδιορίζω τη σφαίρα επιρροής.
1. οροθετούμαι, οροσημαίνομαι• χωρίζομαι με σύνορα.2. μτφ. προσδιορίζομαι,.καθορίζομαι. || ξεχωρίζω, -ομαι. -
7 градуировать
1. (наносить деления) χαράζω (την κλίμακα) 2. (определять или устанавливать цену деления шкалы) διαβαθ-μίζω/προσδιορίζω/ορίζω (την κλίμακα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > градуировать
-
8 допуск
1. (право входа{}доступа{}) η άδεια εισόδου/πρόσβασης 2. тех. η ανοχ/ήназначать - и ορίζω/προσδιορίζω τις - ές2. (предполагать) υποθέτω, θεωρώ, δέχομαι, λαμβάνω ως δεδομένο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > допуск
-
9 задавать
(величину, условие) мат. ορίζω, δίνω* *- наперед προσδιορίζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > задавать
-
10 засекать
1. (делать зарубки) εγκόπτω, χαράσσω, χαράζω 2. (лес) σημαδεύω τους κορμούς του δάσους 3. (геод.) σημαδεύω/προσδιορίζω (τη θέση)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > засекать
-
11 значение
1. (размер величины) η τιμήпринимать - λαμβάνω την -, δέχομαι την -главное - κύρια -,действующее - см. среднеквадратичное -истинное - (стат.мат.) πραγματική -стационарное - см. установившееся -характерное - αντιπροσωπευτική -, χαρακτηριστική -2. (важность) η σημασία, η σπουδαιότητα 3. (смысл, содержание) η έννοια, το νόημαдвоякое - διπλή -, διφορούμενη -переносное - слова лингв. η μεταφορική σημασία της λέξηςпрямое - слова лингв. η κύρια σημασία της λέξης, η κυριολεξίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > значение
-
12 идентификация
η αναγνώριση, η πιστοποίηση της ταυτότηταςη (συν)ταύτιση- цировать εξακριβώνω, προσδιορίζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > идентификация
-
13 измерять
μετρώ, προσδιορίζω, εκτιμώРусско-греческий словарь научных и технических терминов > измерять
-
14 лимитировать
ορίζω, καθορίζωπροσδιορίζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > лимитировать
-
15 назначать
1. (на должность, на пост) διορίζωτοποθετώ2. (состав, режим) προσδιορίζωκαθορίζω3. (ассигновывать) κατανέμω, διανέμω, επιμερίζω 4. (лечение) ορίζω (κούρα/φάρμακα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > назначать
-
16 определять
1. (характеризовать) καθορίζω, χαρακτηρίζω 2. (измерять) προσδιορίζω, μετρώ 3. (находить численное значение) βρίσκω την τιμή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > определять
-
17 переменная
η μεταβλητήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > переменная
-
18 принимать
1. (брать у того, кто отдаёт) παίρνω, λαμβάνω 2. (брать в своё ведение, распоряжение) παίρνω, παραλαμβάνω, αναλαμβάνω 3. (брать кого-, что-л. под своё начальство) αναλαμβάνω, προσδιορίζω, ορίζω, προσλαμβάνω 4. (занимать вакантное место, должность и т.п) αποδέχομαι, μπαίνω 5. (включать в состав кого-, чегол.) περιλαμβάνω, παραλαμβάνω, δέχομαι 6. (допускать к себе для переговоров, для беседы) δέχομαι, υποδέχομαι 7. (напр. больного) δέχομαι 8. (проявлять какое-л. отношение к чему-л.) δέχομαι, συμφωνώ, παίρνω 9. (утверждать голосованием) ψηφίζω, παίρνω, εγκρίνω 10. (по радио, телеграфу, телефону) λαμβάνω 11. (приобретать ка-кой-л. вид, какие-л. особенности) αποκτώ 12. (напр. о лекарстве) παίρνω, λαμβάνω 13. (подвергать себя какой-л. процедуре) κάνω, παίρνω 14. (условно допускать что-л., предполагать) δέχομαι, υποθέτω, θεωρώ ^.(соглашаться) δέχομαι, αποδέχομαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > принимать
-
19 проба
1. (испытание, проверка) η δοκιμή, το πείραμα, η δοκιμασία, η εξέταση, ο έλεγχος, η αντίδραση 2. (образец) το δείγμα 3. (количество частейдрагоценного металла, заключающееся вопределённом числе весовых долей сплава, а также клеймо, обозначающее это количество) о βαθμ/ός (των ευγενών μετάλλων)устанавливать - у προσδιορίζω το - ό.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проба
-
20 регламентировать
υποτάσσω στον κανονισμόπροσδιορίζω λεπτομερώςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > регламентировать
- 1
- 2
См. также в других словарях:
προσδιορίζω — προσδιορίζω, προσδιόρισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προσδιορίζω — ΝΜΑ νεοελλ. 1. ορίζω κάτι με ακρίβεια ύστερα από έλεγχο ή έρευνα 2. καθορίζω («το υπουργείο προσδιόρισε τον κατώτατο μισθό») μσν. αρχ. (ενεργ. και μέσ.) ορίζω επιπροσθέτως αρχ. μέσ. προσδιορίζομαι ισχυρίζομαι επί πλέον («προσδιωρίζετο μηδὲν αὑτῷ… … Dictionary of Greek
προσδιορίζω — προσδιόρισα, προσδιορίστηκα, προσδιορισμένος 1. ορίζω κάτι με ακρίβεια ύστερα από έλεγχο και έρευνα. 2. ορίζω, καθορίζω: Προσδιορίστηκαν οι τιμές του σιταριού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προσδιορίζῃ — προσδιορίζω define pres subj mp 2nd sg προσδιορίζω define pres ind mp 2nd sg προσδιορίζω define pres subj act 3rd sg προσδιορίζω define pres subj mp 2nd sg προσδιορίζω define pres ind mp 2nd sg προσδιορίζω define pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδιοριζομένων — προσδιορίζω define pres part mp fem gen pl προσδιορίζω define pres part mp masc/neut gen pl προσδιορίζω define pres part mp fem gen pl προσδιορίζω define pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδιοριζόμεθα — προσδιορίζω define pres ind mp 1st pl προσδιορίζω define pres ind mp 1st pl προσδιορίζω define imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) προσδιορίζω define imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδιορισαμένων — προσδιορίζω define aor part mid fem gen pl προσδιορίζω define aor part mid masc/neut gen pl προσδιορίζω define aor part mid fem gen pl προσδιορίζω define aor part mid masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδιορισόμεθα — προσδιορίζω define aor subj mid 1st pl (epic) προσδιορίζω define fut ind mid 1st pl προσδιορίζω define aor subj mid 1st pl (epic) προσδιορίζω define fut ind mid 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδιορίζει — προσδιορίζω define pres ind mp 2nd sg προσδιορίζω define pres ind act 3rd sg προσδιορίζω define pres ind mp 2nd sg προσδιορίζω define pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδιορίζομεν — προσδιορίζω define pres ind act 1st pl προσδιορίζω define pres ind act 1st pl προσδιορίζω define imperf ind act 1st pl (homeric ionic) προσδιορίζω define imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδιορίζον — προσδιορίζω define pres part act masc voc sg προσδιορίζω define pres part act neut nom/voc/acc sg προσδιορίζω define pres part act masc voc sg προσδιορίζω define pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)