-
1 сухой
ξηρός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сухой
-
2 сухой
επ., βρ: сух, -а, -о; суше.1. ξηρός• στεγνός•-йе дрова ξηρά καυσόξυλα-сухойое сено ξηρό χόρτο•
сухой порох στεγνή μπαρούτη•
сухой хлеб ξηρό ψωμί•
-йе глаза άκλαυτα μάτια•
ветер ξηρός άνεμος (χωρίς υγρασία)•
-ое лето ξηρό (άνυδρο) καλοκαίρι•
-ое дерево ξηρό δέντρο (ξέρακας)•
сухой кашель ξερόβηχας•
плеврит ξηρή πλευρίτιδα•
-йе волосы στεγνά μαλλιά.
2. ξηραμένος• στεγνωμένος• διατηρημένος•-ая малина ξηραμένα σμέουρα•
-йе фрукты ξηραμένα φρούτα•
-ие овощи ξηραμένα λαχανικά•
-ое молоко γαλακτόσκονη.
3. αδύνατος, ισχνός, ξερακιανός•сухие ноги τα κανιά•
-ая рука ξερακιανό χέρι.
4. μτφ. αδιάφορος, άχαρος, απροσήγορος• τυπικός.5. μτφ. άτονος, χωρίς ζωντάνια.6. (αθλτ., παιγν.) νικώ κατά κράτος, χωρίς μα πάρει ούτε ένα πόντο•сделать -уго кому-Η, βγάζω κάποιον παρθένα (κατανικώ).
εκφρ.- ое вино – γνήσιο και μη γλυκό κρασί•сухой лд – ξηρός πάγος•- ая гроза – μπουμπουνητό χωρίς βροχή•сухой пак – ξηρό σιτηρέσιο, ξηρή τροφή•- им путм – δια ξηράς (μετάβαση). -
3 безводный
1. (о химическом соединении) άνυδρος 2. (о местности) ξηρός, άνυδρος, αυχμηρός 3. (не содержащий воды) ξηρός, ξερός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > безводный
-
4 сушёный
сушёный ξερός, ξηρός; \сушёныйе фрукты οι ξηροί καρποί* * *ξερός, ξηρόςсушёные фру́кты — οι ξηροί καρποί
-
5 сухо
1. επίρ. ξηρά.2. ως κατηγ. είναι ξηρασία• είναι ξηρός•по дороге было сухо ο δρόμος ήταν ξηρός•
во рту мне было сухо το στόμα μου ήταν στεγνό.
εκφρ.сухо насухо – τελείως ξηρά, κατάξηρα. -
6 вино
ο οίνοςτο κρασίРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вино
-
7 газоочистка
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > газоочистка
-
8 классификация
1. (однородных предметов или понятий по классам, отделам и т.п. по определённым общим признакам) η ταξινόμηση, η κατάταξη 2. (материалов на классы по крупности, напр. в обогащении руд) о διαχωρισμός, η ταξινόμησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > классификация
-
9 крылатка
бот. о ξηρός καρπός μερικών δέντρων (σημύδας, μελέγου, σφενταμιού κ.λπ.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > крылатка
-
10 лёд
ο πάγοςдрейфующий - εν κινήσει σε θάλασσα, λίμνες κ.λπпаковый - см. пакРусско-греческий словарь научных и технических терминов > лёд
-
11 муссон
(ветер) о μουσώνας (ξεν.) (εποχιακός άνεμος)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > муссон
-
12 очерк
литер. το δοκίμιο очертание το περίγραμμα, η μορφή. очиститель ο καθαριστής. очистить см. очищать. очистка ο καθαρισμός, το καθάρισμα, η εκκαθάριση, η διΰλιση- με φλόγαщелочная - масла - αλκαλικός - λαδιού/ελαίουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > очерк
-
13 пар
ο ατμ/ός"генерировать - παράγω - όвлажный - ένυδρος -, υγρός -- υπό πίεση, μη αποτονωμένος -отработанный - εκτονωμένος -, νεκρός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пар
-
14 суховей
(ветер) о θερμός και ξηρός τοπικός άνεμος στην περιοχή της Κασπίας - Νότιας Σιβηρίας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > суховей
-
15 безводный
безводн||ыйприл ἀνυδρος, ξερός, ξηρός:\безводныйая пустыня ἡ ξερή (или ἡ ἀνυδρος) ἐρημος. -
16 засушливый
засушливыйприл ξηρός, ἀνυδρος:\засушливый район ὁ ξερότοπος, ἡ ἄνυδρη περιοχή· \засушливый год ἡ ἄνυδρη χρονιά, τό ἔτος ξηρα-<π'ας. -
17 сухой
сух||ойприл1. в разн. знач. ξερός, ξηρός/ στεγνός (не влажный):\сухойбе дерево τό ξερό δένδρο· \сухой климат τό ξερό κλίμα· \сухойа́я погода ἡ στέγνα, ὁ στεγνός καιρός· \сухойόε белье τά στεγνά ἀσπρόρου-χα· \сухой кашель ὁ ξερόβηχας· \сухойо́е вино τό μπρούσικο κρασί· \сухоййе фрукты οἱ ξηροί καρποί, τά ξερά φροῦτα· \сухойо́е молоко́ τό γάλα σκόνη· \сухой ответ ἡ ξερή ἀπάντηση· \сухой прием ἡ ψυχρή ὑποδοχή·2. (худощавый, сухощавый) ξερακιανός· ◊ ехать \сухоййм путем ταξιδεύω διά ξηράς, ταξιδεύω ἀπό τή στεριά· он вышел \сухоййм из воды ἐβγήκε λάδι, ἐπέρασε ἀβρόχοις ποσίν на нем \сухойо́й ни́ткн не было ἔγινε μούσκεμα. -
18 сушеный
суш||еныйприл ξερός, ξηρός:\сушеныйеные фрукты οἱ ξηροί καρποί. -
19 засуифивый
[ζασουσλιβύΐ] εκ. ξηρός -
20 засуифивый
[ζασουσλιβύϊ] επ ξηρός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ξηρός — dry masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του … Dictionary of Greek
ξηρός — ή, ό βλ. ξερός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ξηρός, Γεώργιος — Αγωνιστής του 1821 από το Κλήμα της Δωρίδας. Πήρε μέρος σε διάφορες πολεμικές επιχειρήσεις υπό τις διαταγές του Σκαλτσόδημου. Σκοτώθηκε το 1824 πολεμώντας στην περιοχή Πέντε Όρια … Dictionary of Greek
ξηρότερον — ξηρός dry adverbial comp ξηρός dry masc acc comp sg ξηρός dry neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηροτάτω — ξηρός dry masc/neut nom/voc/acc superl dual ξηρός dry masc/neut gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηροτάτων — ξηρός dry fem gen superl pl ξηρός dry masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηροτέραις — ξηρός dry fem dat comp pl ξηροτέρᾱͅς , ξηρός dry fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηροτέρων — ξηρός dry fem gen comp pl ξηρός dry masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηρόν — ξηρός dry masc acc sg ξηρός dry neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηρότατα — ξηρός dry adverbial superl ξηρός dry neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)