-
1 ξηρος
31) сухой(γαῖα Eur.; ὄμματα Aesch.; ἄνεμος Arph.; ὕλη Plat.)
ξηρέ δίψα Anth. — жгучая жажда;μέτρα ξηρά Plat. — меры сыпучих тел2) иссохший, изможденный(δέμας Eur.; πλῆθος ξηρῶν NT.)
3) суровый, простой(τρόποι Arph.)
4) скудный, бедныйπράγματα ξηρά Plut. — скудость, бедность, нужда
-
2 ξηρός
{прил., 7}Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ξηρός
-
3 ξηρός
{прил., 7}Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ξηρός
-
4 ξηρός
ά, όν см. ξερός -
5 ξηρός
сухой, иссохший; как сущ. суша.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ξηρός
-
6 ξηρός
3 сухой -
7 ξηρός
[ксирос] επ сухой, безводный. -
8 ξερος
3эп.-ион. (= ξηρός См. ξηρος) сухой -
9 αβρεκτος
-
10 ημιξηρος
-
11 καταξηρος
21) высохший, пересохший(ἥ γλῶττα Arst.)
2) изнуренный, изнемогший (sc. διὰ τὸν πόνον Plut.) -
12 υπερξηρος
-
13 υποξηρος
2суховатый -
14 χιλος
ὅ зеленый корм, фураж Her., Plut.προέρχεσθαι ἐπὴ χιλόν Xen. — отправляться на заготовку фуража;
χ. ξηρός Xen. — сено -
15 3584
{прил., 7}Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 3584
См. также в других словарях:
ξηρός — dry masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του … Dictionary of Greek
ξηρός — ή, ό βλ. ξερός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ξηρός, Γεώργιος — Αγωνιστής του 1821 από το Κλήμα της Δωρίδας. Πήρε μέρος σε διάφορες πολεμικές επιχειρήσεις υπό τις διαταγές του Σκαλτσόδημου. Σκοτώθηκε το 1824 πολεμώντας στην περιοχή Πέντε Όρια … Dictionary of Greek
ξηρότερον — ξηρός dry adverbial comp ξηρός dry masc acc comp sg ξηρός dry neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηροτάτω — ξηρός dry masc/neut nom/voc/acc superl dual ξηρός dry masc/neut gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηροτάτων — ξηρός dry fem gen superl pl ξηρός dry masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηροτέραις — ξηρός dry fem dat comp pl ξηροτέρᾱͅς , ξηρός dry fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηροτέρων — ξηρός dry fem gen comp pl ξηρός dry masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηρόν — ξηρός dry masc acc sg ξηρός dry neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηρότατα — ξηρός dry adverbial superl ξηρός dry neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)