-
21 вяленый
επ.στεγνός, ξηρός, λιασμένος. -
22 засохлый
επ. παλ. στεγνός• ξηρός. -
23 засушливый
επ., βρ: -лив, -а-ο. ξηρός, της ξηρασίας•засушливый год χρόνος ξηρασίας, ξερική χρονιά•
-ое лето ξηρό (άβρεχο)№αλοκαίρι•
-ые земли ξηρικά εδάφη.
-
24 зачерствелый
ел.1. ξηρός, μπαγιάτικος•хлеб μπαγιάτικο ψωμί.
2. μτφ. σκληρός, άπονος, ανάλγητος, αναίσθητος, πωρωμένος. -
25 пересохлый
επ.παραξηραμένος• ξηρός κατάστεγνος. -
26 пожухлый
επ.ξεθωριασμένος, ξέθωρος, αποχρωματισμένος. || ξηρός, ξηραμένος, μαραμένος•-ал листва μαραμένη φυλλωσιά.
-
27 сухарь
-я α.1. φρυγανιά, παξιμάδι.2. μτφ. ξηρός, αδιάφορος• αναίσθητος. -
28 сухмень
-и θ. (διαλκ.).1. ξηρός καιρός, ξηρασία.2. ξηρό έδαφος. -
29 суховей
-я α. ξηρός άνεμος, ο λίβας. -
30 суховейный
-
31 суходольный
επ.ξηρός•-ые луга ξηρολείβαδα.
-
32 сухота
-ы θ.1. παλ. βλ. сухость.2. καιρός ζεστός-ξηρός.3. (διαλκ.) βλ. сухотка, ί (απλ.) θλίψη, στενοχώρια, μελαγχολία• ανησυχία, φροντίδα. -
33 сушёный
επ.ξηρός, στεγνός. -
34 фён
-а α.ζεστός, ξηρός άνεμος.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ξηρός — dry masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του … Dictionary of Greek
ξηρός — ή, ό βλ. ξερός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ξηρός, Γεώργιος — Αγωνιστής του 1821 από το Κλήμα της Δωρίδας. Πήρε μέρος σε διάφορες πολεμικές επιχειρήσεις υπό τις διαταγές του Σκαλτσόδημου. Σκοτώθηκε το 1824 πολεμώντας στην περιοχή Πέντε Όρια … Dictionary of Greek
ξηρότερον — ξηρός dry adverbial comp ξηρός dry masc acc comp sg ξηρός dry neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηροτάτω — ξηρός dry masc/neut nom/voc/acc superl dual ξηρός dry masc/neut gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηροτάτων — ξηρός dry fem gen superl pl ξηρός dry masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηροτέραις — ξηρός dry fem dat comp pl ξηροτέρᾱͅς , ξηρός dry fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηροτέρων — ξηρός dry fem gen comp pl ξηρός dry masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηρόν — ξηρός dry masc acc sg ξηρός dry neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηρότατα — ξηρός dry adverbial superl ξηρός dry neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)