-
1 μοχλος
ὅ1) рычаг или лом2) свая или кол3) засов, запорτὸν μοχλὸν ἐμβάλλειν Xen. — запирать на засов;
πύλας μοχλοῖς χαλᾶν Aesch. — снимать засовы с ворот -
2 μοχλός
ο1) прям., перен. рычаг;μοχλός χειρισμού — рычаг управления;
κύριος μοχλός — движущая сила, основной фактор; — главный рычаг;
σηκώνω με τον μοχλό — поднимать рычагом;
2) лом; вага (уст.);3) засов -
3 μοχλός
[мохлос] ουσ. а. рычаг,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μοχλός
-
4 μοχλός
[мохлос] ουσ α рычаг. (μεταφ) двигатель. -
5 μοκλος
-
6 διαφαινω
1) показывать, являть, обнаруживать(λευκότητα Arst.; καλὸν πρόσωπον Theocr.; τὰς ἑαυτῶν φύσεις Polyb.; ἀλκέν καὴ φρόνημα Plut.)
ὥσπερ ἀστραπέ διαφαίνων Plut. — сверкающий как молния;διά τινος δ. Xen. — просвечивать сквозь что-л.2) ярко пылать(διέφαινε - v. l. διέφᾱνε πυρά Pind.)
3) (рас)светать(ἠὼς διέφαινε Her.)
τῆς ἡμέρας διαφαινούσης Polyb. — с рассветом4) med.-pass. быть заметным, показываться, виднеться(ἐν μέσῃ τῇ στήλῃ Her.)
ὅτι νεκύων διεφαίνετο χῶρος Her. — там, где земля была свободна от трупов5) med.-pass. просвечивать, быть прозрачным(τὸ μὲν διαφαινόμενον λευκόν, τὸ δὲ μέ διαφαινόμενον μέλαν Arst.)
6) med.-pass. быть раскаленным(ὅ μόχλος διεφαίνετο Hom.)
7) med.-pass. отличаться, выделяться(δυνάμει Thuc.)
-
7 θερμος
I.3, эп. тж. 21) теплый(λοετρά Hom.)
2) горячий, жгучий(δάκρυα Hom.; πῦρ, δακρύων νάματα Soph.; αἷμα Soph., Plut.; ἱδρῶτες Arst.)
3) горячий, кипящий(ὕδωρ Hom.)
4) раскаленный(μοχλός Hom.)
5) жаркий, знойный(γύαλον πέτρας Soph.; τόποι Plut.)
6) палящий(καύματα Her.)
7) пылкий, страстный, пламенный(καρδία Soph.; πόθος Anth.; τὰ ἄρρενα τῶν θηλέων θερμότερα Arst.)
8) разнузданный, распутный(γυναῖκες Arph.)
9) разгоряченный(ὑπὸ τῶν ἐπαίνων Plut.)
10) дерзновенный, безрассудный(ναύτης Aesch.; ἔργον Plut.)
11) мучительный, трудный, тяжелый12) недавний, свежий(κακά Plut.; ἔγκλημα Luc.; ἴχνη Anth.)
II.ὁ бот. лупин, волчий боб ( считался отрезвляющим средством) Anth. -
8 καυστος
-
9 πυριηκης
-
10 χλωρος
нестяж. χλοερός 31) зеленый(ῥῶπες Hom.; ὄρος HH.; ὄζος Hes.; ἐλάται Pind.; ἀκτά Soph.; ὕλη Eur.; χόρτος NT.; σίτου ἔτι χλωροῦ ὄντος Thuc.)
2) изжелта-зеленый, желтоватый(μέλι Hom.; ψάμαθος Soph.)
3) зеленовато-бледный или изжелта-бледный(ὑπαὴ δείους Hom.; σῶμα Thuc.; ἵππος NT.)
4) наводящий бледность(δέος Hom., Sext.; δεῖμα Aesch., Eur.)
5) светлый, блестящий(ἀχλύς, ἀδάμας Hes.; δάκρυ Eur.; ὕδωρ Anth.)
6) свежий(μοχλὸς ἐλάϊνος Hom.; ἔερσαι Pind.; ἄνθεα Eur.; αἷμα Soph.; τυρός Arph., Lys.)
γόνυ χλωρόν или χλοερὰ μέλεα Theocr. — свежие силы, бодрость, крепость
См. также в других словарях:
μοχλός — bar masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοχλός — Απλή μηχανή, που αποτελείται γενικά από ένα άκαμπτο σώμα με δυνατότητα περιστροφής γύρω από έναν άξονα ή ένα σημείο του άξονα κάτω από την επίδραση δύο ανταγωνιστικών δυνάμεων (η κάθε μία δηλαδή αντίθετη προς την περιστροφή που θα προκαλούσε η… … Dictionary of Greek
μοχλός — ο 1. ξύλινη ή μεταλλική ράβδος που χρησιμεύει για τη μετακίνηση ή ανύψωση βαρών, ο λοστός. 2. (φυσ.), κάθε στερεό σώμα που μπορεί να περιστρέφεται γύρω από σταθερό άξονα (υπομόχλιο). 3. μτφ., ο βασικός παράγοντας, ο υποκινητής μιας ενέργειας: Ο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαγουδέρα — Μοχλός που μετακινεί το πηδάλιο βάρκας ή μικρού ιστιοφόρου. Λ. ονομάζεται και ένα ραβδί, που χρησιμοποιείται στο κυνήγι των λαγών. Άλλη ονομασία αυτού του ραβδιού είναι λαγοβόλο ή λαγούσα. * * * η 1. ναυτ. σιδερένια ή ξύλινη ράβδος με τη βοήθεια… … Dictionary of Greek
μοχλοί — μοχλός bar masc nom/voc pl μοχλόω bolt pres subj mp 2nd sg μοχλόω bolt pres ind mp 2nd sg μοχλόω bolt pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοχλούς — μοχλός bar masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοχλέ — μοχλός bar masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοχλῷ — μοχλός bar masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοχλόν — μοχλός bar masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπομόχλιο — Στη μηχανική είναι ένα σημείο που καθορίζεται σαφώς σε κάθε σχηματική παράσταση και συμπίπτει με τον άξονα, γύρω από τον οποίο περιστρέφεται ένας μοχλός ή με το σημείο προβολής (ίχνος) του ίδιου άξονα σ’ ένα κάθετο επίπεδο. Στην περίπτωση του… … Dictionary of Greek
όχλος — ο (ΑΜ ὄχλος) 1. πλήθος ατόμων με άτακτο τρόπο συνενωμένο («ἐν ἀγορᾷ πλήθοντος ὄχλου», Πίνδ.) 2. (με πολιτική σημ.) ο πολύς λαός, η λαϊκή μάζα, η κατώτατη κοινωνική τάξη («τῷ ὄχλῳ πρὸς χάριν τι λέγοντες οὐ τὰ ὄντα ἀπαγγείλωσιν», Θουκ.) νεοελλ.… … Dictionary of Greek