-
1 μοχλός
[мохлос] ουσ. а. рычаг,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μοχλός
-
2 вал
I. 1. тех. о άξον/αςη άτρακτοςведущий - μετάδοσης κίνησης, κινητήριος -гребной - ελικοφόρος -, τελικός -гребной - с прерывистой облицовкой τελικός - με διακεκομμένη επένδυση (χιτώνια)дейдвудный - мор. τελικός - (στη χοάνη)жёсткий - άκαμπτος -, σταθερός -карданный – τύπου καρντάνкачающийся - η ταλαντούμενη άτρακτος, παρανεύων -коленчатый - на шариковых подшипниках στροφαλοφόρος - πάνω σε σφαιροτριβείςкулачковый - εκκεντροφόρος -, κνωδακοφόρος -- συστήματος μοχλών, η δευτερεύουσα άτρακτοςраспределительный - впускных (выпускных) клапанов κνωδακοφόρος - βαλβίδων εισαγωγής (εξαγωγής)трубчатый - σωληνωτός -, ενδο-ενωτικός -- ώσης(токарного станка) η βέργα/ράβδος πάσου του τόρνου2. (печатный) о κύλινδρος τυπογραφικού πιεστηρίου 3. (включающий) (тлф) ο μοχλός διακόπτηвращающийся - искателя ο περιστρεφόμενος μοχλός επιλογής.II.(земляная насыпь) το ανάχωμα, το ύψωμα.III.(высокая волна) το πανύψηλο/πολύ υψηλό κύμα της θάλασσας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вал
-
3 ручка
η λαβή, το χερούλι, η χειρολαβήдверная - το χερούλι της θύρας/πόρταςзаводная - ο χειροστρόφαλος, η μανιβέλα- привода (напр. рубильника выключателя) о μοχλός χειρισμού, ο μοχλός χειριστηρίου- рулевого управления (самолёта) το χειριστήριο, η ράβδος χειρισμούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ручка
-
4 рычаг
1. физ. о μοχλός 2. (для регулирования чего-л, для управления чем-л.) о μοχλός, оστρόφαλος, ο λεβιές (ξεν.)двуплечий - γω-νιωτός -, αγκωνωτός -заводной кфт. - όπλησηςколенчатый - ο στρόφαλος, η μανιβέλαтормозной - πέδης/φρένουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > рычаг
-
5 рычаг
-
6 рычаг
рычагм прям., перен ὁ μοχλός, ὁ λοστός / ὁ στρόφαλος, ἡ μαναβέλλα (коленчатый):\рычаг управления ὁ μοχλός χειρισμοῦ· поднимать \рычаго́м σηκώνω μέ τόν μοχλό ν, ἀναμοχλεύω. -
7 балансир
1. мех. η δοκός του ζυγού- выхлопного клапана ο μοχλός της βαλβίδας καυσαερίων, ο ζυγός της αιώρησης2. (доменной печи) η ενισχυτική αντιταλαντωτική δοκός 3. (деталь часового механизма) о αιωρητής του (ω)ρολογιού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > балансир
-
8 вага
1. (весы) о ζυγός/η ζυγαριά για βαρειά αντικείμενα 2. (рычаг) о μοχλός (ανύψωσης των βαρών).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вага
-
9 вороток
1. (рычаг) о μικρός μοχλός 2. (клупп) о στροφέας/το κλειδί της ελικο-τόμιδας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вороток
-
10 качалка
1. текст. о μοχλός της αναστροφής 2. см. рычаг двухплечий.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > качалка
-
11 кран
1. (трубная арматура) о κρουν/ός, η βρύσηприсоединять - к трубопроводу αρμόζω/συνδέω τον - ό στο δίκτυοпожарный - πυροσβεστικός -, ο υδροδότης2. (механизм для захватывания, подъема и перемещения тяжестей) о γε-ραν/ός, το βαρούλκοколонна - а ο ιστός/το στήριγμα - ούзагрузочный мет. - φόρτωσηςпонтонный - σε φορτηγίδα/ποντόνιстационарный поворотный палубный мор. - μόνιμος περιστρεφόμενος - καταστρώματοςсудовой палубный мор. - του καταστρώματος (πλοίου)3. (рукоятка экстренного торможения) о μοχλός της άμεσης πέδης(ανάγκης)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кран
-
12 крестовина
1. ж.-д. о μοχλός μεταφοράς (της σιδηροδρομικής διασταύρωσης) 2. (два бруса, две планки, соединённые крестообразно) о σταυρός στήριξης, η χια-στή στήριξη 3. (трубная) о σωληνωτός σταυρός, ο χιαστός σωλήνας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > крестовина
-
13 кулиса
1. тех. το τόξο της διανομής, ο μοχλός 2. театр. το παρασκήνιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кулиса
-
14 манетка
ο μοχλός χειρισμού και ελέγχου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > манетка
-
15 плечо
1. тех. ο βραχίονας, ο βραχίων-восстанавливающего момента ο μοχλο-βραχίονας ευστάθειας (ανόρθωσης/επανα-φοράς)- статической остойчивости - της στατικής ευστάθειας, μετακεντρικός -2. анат. о ώμος, ο βραχίονας, ο βραχίων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > плечо
-
16 румпель
мор. о οίαξ, разг. η λαγουδέραтяга - я, ο μοχλός/η ένωση οίακα/λα-γουδέρας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > румпель
-
17 рычажок
ο μοχλίσκος, ο μικρός μοχλός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рычажок
-
18 сектор
1. (отдел, часть чего-л.) о τομέας, η ζώνη, το τόξοшаровой - см. сферический -2. мат. о τομέας του κύκλου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сектор
-
19 собачка
тех. η σκανδάλη, ο τορμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > собачка
-
20 стержень
тех. το στέλεχοςη ράβδοςη βέργα (ξεν.)ο μοχλόςтяговый - η ράβδος ελκυσμού/ρημούλκησηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > стержень
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μοχλός — bar masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοχλός — Απλή μηχανή, που αποτελείται γενικά από ένα άκαμπτο σώμα με δυνατότητα περιστροφής γύρω από έναν άξονα ή ένα σημείο του άξονα κάτω από την επίδραση δύο ανταγωνιστικών δυνάμεων (η κάθε μία δηλαδή αντίθετη προς την περιστροφή που θα προκαλούσε η… … Dictionary of Greek
μοχλός — ο 1. ξύλινη ή μεταλλική ράβδος που χρησιμεύει για τη μετακίνηση ή ανύψωση βαρών, ο λοστός. 2. (φυσ.), κάθε στερεό σώμα που μπορεί να περιστρέφεται γύρω από σταθερό άξονα (υπομόχλιο). 3. μτφ., ο βασικός παράγοντας, ο υποκινητής μιας ενέργειας: Ο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαγουδέρα — Μοχλός που μετακινεί το πηδάλιο βάρκας ή μικρού ιστιοφόρου. Λ. ονομάζεται και ένα ραβδί, που χρησιμοποιείται στο κυνήγι των λαγών. Άλλη ονομασία αυτού του ραβδιού είναι λαγοβόλο ή λαγούσα. * * * η 1. ναυτ. σιδερένια ή ξύλινη ράβδος με τη βοήθεια… … Dictionary of Greek
μοχλοί — μοχλός bar masc nom/voc pl μοχλόω bolt pres subj mp 2nd sg μοχλόω bolt pres ind mp 2nd sg μοχλόω bolt pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοχλούς — μοχλός bar masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοχλέ — μοχλός bar masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοχλῷ — μοχλός bar masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοχλόν — μοχλός bar masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπομόχλιο — Στη μηχανική είναι ένα σημείο που καθορίζεται σαφώς σε κάθε σχηματική παράσταση και συμπίπτει με τον άξονα, γύρω από τον οποίο περιστρέφεται ένας μοχλός ή με το σημείο προβολής (ίχνος) του ίδιου άξονα σ’ ένα κάθετο επίπεδο. Στην περίπτωση του… … Dictionary of Greek
όχλος — ο (ΑΜ ὄχλος) 1. πλήθος ατόμων με άτακτο τρόπο συνενωμένο («ἐν ἀγορᾷ πλήθοντος ὄχλου», Πίνδ.) 2. (με πολιτική σημ.) ο πολύς λαός, η λαϊκή μάζα, η κατώτατη κοινωνική τάξη («τῷ ὄχλῳ πρὸς χάριν τι λέγοντες οὐ τὰ ὄντα ἀπαγγείλωσιν», Θουκ.) νεοελλ.… … Dictionary of Greek