-
21 тяга
1. (соединительный элемент рычажной системы) η ράβδος/ο μοχλός έλ-ξης/ώθησης 2. (в топочных и вентиляционных устройствах) о ελκυσμός 3. (сила, передаваемая движителю) η έλξηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > тяга
-
22 крестовина
крестовинаж1. ж.-д. μοχλός μεταφοράς σιδηροδρομικής διασταύρωσης· 2.:\крестовина для елки ἡ ξύλινη σταυροειδής βάση για τό πρωτοχρονιάτικο δέντρο. -
23 пусковой
пусковойприл κινητήριος:\пусковой рычаг ὁ κινητήριος μοχλός. -
24 рычаг
[ρυτσάκ] ουσ. α μοχλός -
25 рычаг
[ρυτσάκ] ουσ α μοχλός -
26 вага
-и θ.1. ζυγός για μεγάλα βάρη και ογκώδη πράγματα.2. μοχλός ανύψωσης βαριών σωμάτων. -
27 защёлка
-и θ.1. σύρτης, περαστάρι.2. μάνταλο, ζυγόθυρο, μοχλός•защёлка замка μάνταλο του πύργου.
-
28 крестовина
-ы θ.σταυρός στήριξης•крестовина для ёлки σταυρός στήριξης πρωτοχρονιάτικου δέντρου.
|| μοχλός αναστροφής (σιδηρ. γραμμής). -
29 переключатель
-я α.μεταγωγέας ή μεταγωγός•элекрический переключатель ηλεκτρικός μεταγωγέας. -скоростей μοχλός (λεβιέ) ταχυτήτων, αναστροφέας.
-
30 рычаг
-ά α.1. μοχλός• λοστός•плечо -а ο μοχλοβραχίονας.
|| χειριστήρας, λεβιέ•рычаг скоростей λεβιέ ταχυτήτων.
2. μτφ. υποκινητής, ουσιώδης παράγοντας, μέσο. -
31 тормозной
επ.τροχοπεδικός, του φρένου•-рычаг ο μοχλός του φρένου.
|| με φρένο•-ое колесо τροχός με φρένο,
(φυσιολ.) ανασταλτικός•-ая реакция ανασταλτική, αντίδραση.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μοχλός — bar masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοχλός — Απλή μηχανή, που αποτελείται γενικά από ένα άκαμπτο σώμα με δυνατότητα περιστροφής γύρω από έναν άξονα ή ένα σημείο του άξονα κάτω από την επίδραση δύο ανταγωνιστικών δυνάμεων (η κάθε μία δηλαδή αντίθετη προς την περιστροφή που θα προκαλούσε η… … Dictionary of Greek
μοχλός — ο 1. ξύλινη ή μεταλλική ράβδος που χρησιμεύει για τη μετακίνηση ή ανύψωση βαρών, ο λοστός. 2. (φυσ.), κάθε στερεό σώμα που μπορεί να περιστρέφεται γύρω από σταθερό άξονα (υπομόχλιο). 3. μτφ., ο βασικός παράγοντας, ο υποκινητής μιας ενέργειας: Ο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαγουδέρα — Μοχλός που μετακινεί το πηδάλιο βάρκας ή μικρού ιστιοφόρου. Λ. ονομάζεται και ένα ραβδί, που χρησιμοποιείται στο κυνήγι των λαγών. Άλλη ονομασία αυτού του ραβδιού είναι λαγοβόλο ή λαγούσα. * * * η 1. ναυτ. σιδερένια ή ξύλινη ράβδος με τη βοήθεια… … Dictionary of Greek
μοχλοί — μοχλός bar masc nom/voc pl μοχλόω bolt pres subj mp 2nd sg μοχλόω bolt pres ind mp 2nd sg μοχλόω bolt pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοχλούς — μοχλός bar masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοχλέ — μοχλός bar masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοχλῷ — μοχλός bar masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μοχλόν — μοχλός bar masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπομόχλιο — Στη μηχανική είναι ένα σημείο που καθορίζεται σαφώς σε κάθε σχηματική παράσταση και συμπίπτει με τον άξονα, γύρω από τον οποίο περιστρέφεται ένας μοχλός ή με το σημείο προβολής (ίχνος) του ίδιου άξονα σ’ ένα κάθετο επίπεδο. Στην περίπτωση του… … Dictionary of Greek
όχλος — ο (ΑΜ ὄχλος) 1. πλήθος ατόμων με άτακτο τρόπο συνενωμένο («ἐν ἀγορᾷ πλήθοντος ὄχλου», Πίνδ.) 2. (με πολιτική σημ.) ο πολύς λαός, η λαϊκή μάζα, η κατώτατη κοινωνική τάξη («τῷ ὄχλῳ πρὸς χάριν τι λέγοντες οὐ τὰ ὄντα ἀπαγγείλωσιν», Θουκ.) νεοελλ.… … Dictionary of Greek