Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

μετατρέπω

  • 1 μετατρέπω

    [мэтагрэпо] р. поворачивать, изменять,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μετατρέπω

  • 2 преобразовывать

    μετατρέπω, μετασχηματίζω, μεταρρυθμίζω
    - переменный ток в постоянный - το εναλλασσόμενο ρεύμα σε συνεχές.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > преобразовывать

  • 3 обратить

    -ашу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обращенный, βρ: -щён, -щена, -щено
    ρ.σ.μ.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.)• στρέφω, γυρίζω, κατευθύνω•

    -йте лицо ко мне στρέψτε το πρόσωπο σας προς εμένα•

    обратить спину к кому γυρίζω τα νώτα (τις πλάτες) σε κάποιον•

    обратить взгляд или взор к кому στρέφω (καρφώνω) το βλέμμα σε κάποιον•

    обратить оружие против врага στρέφω το όπλο κατά του εχθρού.

    || αλλάζω, μεταφέρω•

    -разговор к другому предмету γυρίζω την κουβέντα αλλού.

    || τραβώ, προσελκύω•

    обратить на себя чьи-либо взоры τραβώ την προσοχή κάποιου.

    2. μετατρέπω, μεταπείθω• κάνω•

    обратить в своих сторонников κάνω (κάποιον) οπαδό μας•

    обратить в какую-н. веру κάνω κάποιον να αλλαξοπιστήσει.

    3. μετατρέπω, μεταβάλλω μεταποιώ•

    обратить газ в жидкость μετατρέπω το αέριο σε υγρό•

    обратить город в ппелъ κάνω την πόλη στάχτη (καταστρέφω ολοσχερώς).

    || τρέπω•

    обратить в бегство τρέπω σε φυγή•

    обратить своё имущество в деньги μετατρέπω την περιουσία μου σε χρήμα.

    4. χρησιμοποιώ επωφελούμαι•

    обратить в свою пользу ошибки других επωφελούμαι των λαθών των άλλων.

    εκφρ.
    в шутку, в смех – το γυρίζω στ αστείο, στο γέλιο.
    1. στρέφομαι, στρέφω, γυρίζω•

    обратить лицом к свету στρέφω το πρόσωπο κατά το φως•

    обратить вспять πισωγυρίζω.

    || κατευθύνομαι, καρφώνομαι; καθηλώνομαι•

    глаза присуствующкх -лись на не τα μάτια των παρευρισκομένων στράφηκαν προς αυτήν.

    || καταγίνομαι, αφοσιώνομαι, ασχολούμαι• ανατρέχω•

    обратить к изучению древних рукописей αφοσιώνομαι με τη μελέτη των αρχαίων χειρόγραφων.

    2. μετατρέπομαι, μεταβάλλομαι, μετεξελίσσομαι•

    он -лся в ск-птика αυτός έγινε σκεπτικιστής.

    || περιφέρομαι.
    3. απευθύνομαι, αποτείνομαι ζητώ•

    обратить за помощь к соседу ζητώ βοήθεια από το γείτονα•

    он не знает кому обратить αυτός δεν ξέρει που να απευθυνθεί.

    4. οξύνω, εντείνω•

    обратить в слух είμαι όλος αυτιά, εντείνω την ακοή•

    обратить в зр-ние εντείνω την όραση.

    || τρέπομαι•

    обратить в бг-ство τρέπομαι σε φυγή, κατατροπώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обратить

  • 4 переделать

    переделать μεταποιώ, μετατρέπω
    * * *
    μεταποιώ, μετατρέπω

    Русско-греческий словарь > переделать

  • 5 переменить

    переменить αλλάζω* μεταβάλλω, μετατρέπω (изменить)' \переменить бельё αλλάζω ασπρόρουχα \перемениться αλλάζω, μεταβάλλομαι
    * * *
    αλλάζω; μεταβάλλω, μετατρέπω ( изменить)

    перемени́ть бельё — αλλάζω ασπρόρουχα

    Русско-греческий словарь > переменить

  • 6 превратить

    превратить, превращать μετατρέπω, μεταβάλλω \превратиться μετατρέπομαι, μεταβάλλομαι
    * * *
    = превращать
    μετατρέπω, μεταβάλλω

    Русско-греческий словарь > превратить

  • 7 превращать

    превращать
    несов μετατρέπω, μεταβάλλω, μεταμορφώνω:
    \превращать в жидкое состояние ὑγροποιώ, ρευστοποιώ· \превращать в порошок μετατρέπω σέ σκόνη, κονιοποιώ· \превращать в у́голь ἀνθρακοποιώ· \превращать в во́ду (в пар) μεταβάλλω τό νερό (σέ ἀτμό)· ◊ \превращать в шутку τ» γυρίζω στό ἀστείο.

    Русско-новогреческий словарь > превращать

  • 8 заменить

    -меню, -менишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. замененный, βρ: -нен, -нена, -нено
    ρ.σ.μ.
    1. αντικατασταίνω, αλλάζω•

    заменить секретаря αντικατασταίνω το γραμματικό.

    2. αναπληρώνω, αντικαθιστώ. || μετατρέπω•

    заменить смертную казнь каторжной работой μετατρέπω τη θανατική που-νή σε κάτεργα.

    Большой русско-греческий словарь > заменить

  • 9 перевести

    -веду, -ведшь, παρλθ. χρ. перевл
    -вела, -вело, μτχ. παρλθ. χρ. пере-вдший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переведенный, βρ: -ден, -дена, -дено,
    επιρ. μτχ. переведши κ. переведя,
    ρ.σ.μ.
    1. μετακινώ, μετατοπίζω, μεταθέτω• μεταφέρω•

    перевести стрелку часов μετακινώ το δείχτη του ρολογιού•

    перевести больного в другую палату μεταφέρω τον ασθενή σε άλλο θάλαμο.

    || οδηγώ, περνώ•

    перевести слепого через улицу περνώ τον τυφλό από το δρόμο.

    2. (για υπάλληλους)• μεταθέτω. || προβιβάζω, προάγω.
    3. (για βλέμμα, μάτια)• περιφέρω, στρέφω, γυρίζω. || κατευθύνω γυρίζω•

    перевести разговор на другое γυρίζω την κουβέντα αλλού.

    4. μεταβιβάζω•

    перевести имение на имя своей жены μεταβιβάζω, το κτήμα στο όνομα της συζύγου μου.

    5. στέλλω, αποστέλλω•

    перевести деньги родителям αποστέλλω χρήματα στους γονείς• перевести 100 рублей по телеграфу στέλλω 100 ρούβλια τηλεγραφικώς.

    6. μεταφράζω•

    перевести книгу с русского языка на греческий μεταφράζω βιβλίο από τα ρωσικά στα ελληνικά.

    || (για χρημ. αξία)• μετατρέπω μεταφέρω• перевести 1000 рублей на греческие драхмы μετατρέπω 1000 ρούβλια σε ελληνικές δραχμές.
    7. αποτυπώνω, ξεσηκώνω, βγάζω•

    перевести рисунок αποτυπώνω σχέδιο.

    8. καταστρέφω, εξοντώνω, εξολοθρεύω, ξεκάνω, αφανίζω•

    перевести крыс εξολοθρεύω τους αρουραίους.

    || σπαταλώ σκορπίζω.
    εκφρ.
    перевести дух (дыхание); – α)ανασαίνω βαθιά; β) ανασαίνω πρόσκαιρα (μτφ.).
    1. μεταθέτομαι, μετατίθεμαι•

    перевести в провинцию μεταθέτομαι στην επαρχία.

    2. καταστρέφομαι, εξολοθρεύομαι, εξοντώνομαι. || σπαταλώμαι.
    3. αποτυπώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > перевести

  • 10 переложить

    -ложу, -ложишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переложенный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. μεταθέτω, μετακινώ, μετατοπίζω βάζω, τοποθετώ αλλού. || αναβάλλω•

    переложить собрание на следующую неделю αναβάλλω τη συνέλευση για την ερχόμενη εβδομάδα.

    2. αναθέτω• επιφορτίζω•

    переложить часть работы на помощника αναθέτω ένα μέρος της δουλειάς στο βοηθό.

    3. εμβάλλω, ενθέτω, βάζω ενδιάμεσα (για προφύλαξη)•

    переложить йблоки стружкой βάζω ενδιάμεσα στα μήλα ροκανίδια.

    4. ξαναβάζω, ξανατοποθετώ• βάζω, τοποθετώ διαφορετικά. || ξαναχτίζω•

    -каменную стену ξαναχτίζω τον πέτρινο τοίχο.

    5. παραβάζω, παραρρίχνω•

    переложить сахару παραβάζω ζάχαρη.

    6. παραπίνω (οινοπν. ποτά).
    7. διασκευάζω, αλλάζω, μετατρέπω (για λογοτεχνικό ή μουσικό έργο)•

    переложить стихи прозой μετατρέπω τους στίχους σε πεζό λόγο.

    || παλ. μεταφράζω, ερμηνεύω•

    переложить пушкина по-грчески μεταφράζω τον Πούσκιν στα ελληνικά.

    8. παλ. ξαναζεύω.

    Большой русско-греческий словарь > переложить

  • 11 преобразовать

    -зуго, -зуешь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. преобразованный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    μεταμορφώνω μετασχηματίζω μεταποιώ τροποποιώ, μεταρρυθμίζω διαφοροποιώ. || μεταβάλλω, μετατρέπω•

    преобразовать переменный ток в постоянный μετατρέπω το εναλλασσόμενο ρεύμα σε συνεχές.

    μεταμορφώνομαι μετασχηματίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > преобразовать

  • 12 преобратить

    ρ.σ.μ. παλ. μετατρέπω, μεταβάλλω•

    преобратить в прах μετατρέπω (κάνω) στάχτη-κονιορτοποιώ.

    Большой русско-греческий словарь > преобратить

  • 13 раздробить

    -блю, -бишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. раздробленный, βρ: - -лен, -лена, -лено κ. раздробленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. θρυμματίζω, κάνω θρύψαλα, (δια)θρύπτω•

    стакан κάνω θρύψαλα το ποτήρι.

    || θραύω, σπάζω•

    пуля -ла ему кость правой ноги η σφαίρα του έκανε θρύψαλα το κόκκαλο του δεξιού ποδιού.

    || διασπώ, διαμελίζω, κατακομματιάζω.
    3. (μαθ.) μετατρέπω•

    раздробить метры в сантиметры μετατρέπω τα μέτρα σε εκατοστά (πόντους).

    1. σπάζω, θραύομαι, τεμαχίζομαι, κομματιάζομαι. || θρυμματίζομαι, γίνομαι θρύψαλα.
    2. διαμελίζομαι, χωρίζομαι, κατατέμνομαι (σε τμήματα, ομάδες).

    Большой русско-греческий словарь > раздробить

  • 14 стекловать

    -дую, -дуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. стеклованный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.δ.κ.σ. μ. κάνω (μετατρέπω σε γυαλί)•

    стекловать песок μετατρέπω τον άμμο σε γυαλί.

    μετατρέπομαι σε γυαλί, υαλοποιούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > стекловать

  • 15 знаменатель

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > знаменатель

  • 16 инвертировать

    αναστρέφω/μετατρέπω (το σταθερό ρεύμα σε εναλλασσόμενο).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > инвертировать

  • 17 консолидировать

    1. тех. στερεώνω, παγιώνω 2. (сплачивать) συνενώνω 3. фин. μετατρέπω το βραχυπρόθεσμο δάνειο σε μακροπρόθεσμο.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > консолидировать

  • 18 обращать

    (изменять вид, форму и т.д.) μετατρέπω, μεταβάλλω, μεταμορφώνω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обращать

  • 19 переводить

    1. (величины, единицы измерения и т.п.) μετατρέπω, ανάγω 2 (с одного процесса{}режима{} на другой) αλλάζω, αναστρέφω, μεταστρέφω 3. полигр. μεταφέρω 4. (с одного языка на другой) μεταφράζω 5. (с одного места на другое) μεταθέτω, μεταφέρω 6. (напр. деньги) μεταφέρω (τα λεφτά), εμβάζω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > переводить

  • 20 переделать

    (изменить, сделать иным) μετατρέπω, τροποποιώ, μεταποιώ, αλλάζω, διορθώνω
    -ся αλλάζω, τροποποιούμαι
    μεταποιούμαι, διορθώνομαι

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > переделать

См. также в других словарях:

  • μετατρέπω — μετατρέπω, μετέτρεψα (σπάν. μετάτρεψα) βλ. πίν. 9 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μετατρέπω — (ΑΜ μετατρέπω, Μ μέσ. τ. μετατέρπομαι, Α αιολ. τ. πεδατρέπω) 1. αλλάζω, μεταβάλλω, μεταποιώ (α. «μετέτρεψα το αρχικό σχέδιο τού σπιτιού» β. «ὁ γέλως ὑμῶν εἰς πένθος μετατραπήτω», ΚΔ) 2. τρέπω κάτι σε άλλη κατεύθυνση, μεταστρέφω («μοῑραν… …   Dictionary of Greek

  • μετατρέπω — μετάτρεψα και μετέτρεψα, μετατράπηκα, αλλάζω τη μορφή κάποιου πράγματος, μεταστρέφω, μεταβάλλω: Μετέτρεψε το υπόγειο του σπιτιού σε γυμναστήριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μετατρέπω — μετατρέπομαι pres subj act 1st sg μετατρέπομαι pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ατμοποιώ — μετατρέπω κάποιο υγρό σε ατμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ατμός + ποιώ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου πρβλ. αγγλ. vaporize. Ο ελληνικός όρος μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • εστεροποιώ — μετατρέπω αλκοόλη ή οξύ σε εστέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < εστέρες + ποιώ] …   Dictionary of Greek

  • κεφαλαιοποιώ — μετατρέπω ένα εισόδημα σε κεφάλαιο, ενεργώ κεφαλαιοποίηση. [ΕΤΥΜΟΛ. κεφάλαιο + ποιῶ (< ποιος < ποιῶ) πρβλ. στερεο ποιώ, συστηματοποιώ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. capitaliser. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν… …   Dictionary of Greek

  • ρευστοποιώ — Ν 1. μετατρέπω στερεό σώμα σε αέριο ή σε υγρό 2. μετατρέπω κτηματική περιουσία σε ρευστό χρήμα 3. εξαργυρώνω χρηματιστηριακούς τίτλους, τούς μετατρέπω σε μετρητό χρήμα, λικιντάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρευστός + ποιώ] …   Dictionary of Greek

  • ανάγω — (Α ἀνάγω) 1. οδηγώ προς τα επάνω, υψώνω, ανυψώνω, ανεβάζω 2. λέγω ή υποστηρίζω πού οφείλεται κάτι, τό φέρνω πίσω στην αρχή ή την αιτία τού, αποδίδω, αναφέρω νεοελλ. 1. αναφέρω, αποδίδω χρονικά 2. μεσ. ανήκω χρονικά 3. μετασχηματίζω, μετατρέπω… …   Dictionary of Greek

  • βιομηχανοποιώ — ( έω) 1. μετατρέπω κάποιον παραγωγικό κλάδο σε βιομηχανία 2. μετατρέπω την οικονομία μιας χώρας σε βιομηχανική 3. εκμεταλλεύομαι πρώτη ύλη με βιομηχανικά μέσα 4. εκμεταλλεύομαι πνευματική απασχόληση για χρηματισμό …   Dictionary of Greek

  • εκτρέπω — (AM ἐκτρέπω, Α ιων. τ. ἐκτράπω) 1. στρέφω κάτι έξω από τον φυσικό δρόμο, τρέπω κάτι ή κάποιον μακριά ή προς άλλη κατεύθυνση («τό ὕδωρ ἐξέτρεψεν εἰς τὴν Μαντινικήν», Θουκ.) 2. μέσ. βγαίνω από την κανονική θέση ή διεύθυνσή μου, παρασύρομαι,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»