-
21 перекладывать
1. (дорожное покрытие) επικαλύπτω/επιστρώνω εκ νέου 2. мор. μετατοπίζω, στρίβω. - руль - το πηδάλιο 3. (напр. на другое место) μεταθέτω, μετακινώ, μετατοπίζω 4. (переносить на другой срок, откладывать) αναβάλλω 5. (освобождая кого-л. от чего-л., возлагать на другого) αναθέτω 6. (укладывать что-л., помещая между отдельными укладываемыми предметами слой чего-л другого) (παρ)εμβάλλω, (παρ)ενθέτω, βάζω ενδιάμεσα 7. (что-л. заново, иначе) ξανατοποθετώ 8. (муз., литер) διασκευάζω, τροποποιώ, μετατρέπω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перекладывать
-
22 пересчитывать
1. (сосчитывать всё одно за другим) μετρώ 2. (делать повторные вычисления) εκτελώ εκ νέου τους υπολογισμούς/τις μετρήσεις 3. (переходить на другую систему единиц) μετατρέπω, ανάγω 4. (переходить на другой масштаб) περνώ (σε άλλη κλίμακα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пересчитывать
-
23 превращать
αλλάζω, μετατρέπω, μεταβάλλω, τροποποιώ, μεταμορφώνω-ся μετατρέπομαι, μεταβάλλομαιμεταμορφώνομαι, γίνομαι, μετασχηματίζομαιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > превращать
-
24 приводить
1. мат. ανάγω, (μετα)τρέπω 2. (сообщать что-л. в подкрепление своего мнения, сослаться на что-л.) παραθέτω, φέρ(ν)ω, παρουσιάζω, προσκομίζω, αναφέρω, προβάλλω 3. (точно совмещать) φέ-ρ(ν)ω σε αντιστοιχία 4. (выходную величину к входной) συσχετίζω, παραπέμπτω 5. (в движение) βάζω/θέτω (σε κίνηση) 6. (в какое-л. состояние) βάζω, φέρ(ν)ω- в исполнение θέτω σε εφαρμογή, εκτελώ7. (ведя, доставлять куда-л.) φέρω, προσάγω 8. (указывать дорогу) οδηγώ, φέρω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > приводить
-
25 реконструировать
1. (перестраивать с целью улучшения, приспосабливать для новых нужд) ανακατασκευάζω, μετατρέπω, κάνω ανακαίνιση, επανασχεδιάζω 2. (восста-навливать первоначальный облик) αναστηλώνω, αναπαλαιώνω 3. (модернизировать) εκσυγχρονίζω (μέσω επανασχεδίασης ή ανακατασκευής).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > реконструировать
-
26 рекуперировать
1. (тепл.) (επ)ανακτώ 2. хим. (επ)ανακτώ, εξάγω 3 эл. μετατρέπω την ενέργεια (από μηχανική σε ηλεκτρική).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рекуперировать
-
27 сигнал
το σήματο σύνθηματο σινιάλο (ξεν.)передавать - εκπέμπω το -, μεταδίδω το -преобразовывать - μετασχηματίζω/μετατρέπω το -аварийный - κινδύνου/αβαρίαςвидимый - ορατό -, οπτικό -входной - εισόδου, εισερχόμενο -выходной - εξόδου, εξερχόμενο -опознавательный - αναγνώρησης, διακριτικό -позывной рад. - το (διεθνές) διακριτικό -цветовой - (тлв.) έγχρωμο -- θύελλαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сигнал
-
28 ток
I. 1. эл. το ρεύμαпреобразовывать переменный - в постоянный μετατρέπω το εναλλασσόμενο - σε σταθερόвихревой - δίνης, το δινόρευμα- τα δίνης2. (течение, поток) η ροή, το ρεύμα. II.с.-х. (площадка для молотьбы) το αλώνι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ток
-
29 трансформирование
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > трансформирование
-
30 в
в(во) предлог с вин. и пред л. п.1. (на вопрос «где», «куда») σέ, είς, στον, στήν, στό, ἐν:в Москве στή Μόσχα; находиться в доме εἶμαι στό σπίτι; ехать в город πηγαίνω στήν πόλη, ἀναχωρῶ γιά τἡν πόλη; вступить в партию μπαίνω στό κόμμα;2. (при обозначении времени) στίς, είς, ἐν:в пять часов утра στίς (είς τάς) πέντε τό πρωί; в мае τό Μάη; в прошлом году́ τόν περασμένο χρόνο, πέρυσι (πέρσι); в молодости στά νειατα (μου);3. (в течение) σέ, μέσα σέ, ἐντός:я сделал это в пять дней τό Εκαμα σέ πέντε μέρες;4. (при обозначении расстояния в переводе опускается):в двух шагах от до́ма δύο βήματα ἀπ' τό σπίτι; в пяти километрах от Москвы πέντε χιλιόμετρα μακριά ἀπ' τή Μόσχα;5. (при указании количественных признаков, размера, веса):дом в три этажа σπίτι μέ τρία πατώματα; комната в десять квадратных метров δωμάτιο δέκα τετραγωνικών μέτρων стоимостью в пять рублей ἀξίας πέντε ρουβλίων весом в три килограмма βάρους τριών κιλών (или χιλιόγραμμων); комедия в трех действиях κωμωδία σέ τρεις πράξεις, τρίπρακτη κωμωδία;6. (при обозначении перехода в какое-л. состояние или пребывания в нем) σέ, είς:превратить в развалины κάνω ἐρείπια, μετατρέπω (или μεταβάλλω) σέ (είς) ἐρείπια; деревья в цвету́ τά δένδρα εἶναι ἀνθισμένα; в расцвете сил στήν ἀκμή (τῶν δυνάμεων); быть в хорошем настроении ἔχω κέφι, εἶμαι κεφάτος, εἶμαι εὐδιάθετος;7. (при указании на признак, вид, форму предмета) μέ, σέ:произведение в прозе τό ἔργο σέ πεζό, τό πεζό, τό πεζογράφημα; драма в стихах δράμα σέ στίχους, ἐμμετρο δράμα; тетрадь в клетку τετράδιο μέ τετραγωνάκια, τετράδιο τής ἀριθμητικής; в форме (в виде) чего-л., μέ τή μορφή, ἐν είδει; ◊ быть в пальто́ φορώ παλτό, εἶμαι μέ τό παλτό; слово в слово ἐπί λέξει, λέξη προς λέξη, κατά λέξιν в шу́тку στ' ἀστεία, χωρατεύοντας, ἀστειευόμενος; в качестве μέ τήν ἰδιότητα τοῦ, σάν, ἐν εἰδεν в честь προς τιμήν в действительности στήν πραγματικότητα; в оправдание γιά δικαιολογία; в слу́чае σέ περίπτωση, ἐν περιπτώσει; он весь в отца εἶναι ίδιος ὁ πατέρας του; играть в шахматы παίζω σκάκι. -
31 знаменатель
знаменател||ьм мат ὁ παρονομαστής:приводить к общему \знаменателью а) μετατρέπω τά κλάσματα σέ ὁμώνυμα, б) перен βάζω στον ἰδιο παρονομαστή, βάζω στήν ἰδια μοίρα -
32 коксовать
коксова||тьнесов μετατρέπω σέ κώκ. -
33 конвертировать
конвертироватьсов и несов эк. μετατρέπω, μεταβάλλω. -
34 обращать
обращатьнесов1. (направлять) γυρίζω, στρέφω, μεταστρέφω:\обращать ору́жие против неприятеля στρέφω τά ὅπλα κατά τοῦ ἐχθροϋ· \обращать взоры на кого-л., на что́-либо στρέφω τά βλέμματα μου προς κάποιον (или προς κάτι}· \обращать внимание на что-л. στρέφω τήν προσοχή, ἐφιστῶ τήν προσοχή· \обращать на себя внимание κινῶ τήν προσοχή, προσελκύω τήν προσοχή·2. (убеждать, склонять к чему-л.) προσηλυτίζω·3. (превращать) μεταβάλλω, μεταμορφώνω, μετατρέπω· ◊ \обращать в бегство кого-л. τρέπω εἰς φυγήν κάποιον \обращать в шутку что́-л. τό γυρίζω στό ἀστείο· \обращать на путь истины шутл. ἐπαναφέρω κάποιον στό δρόμο τῆς ἀληθείας, ἐπαναφέρω κάποιον στον ίσιο δρόμο. -
35 переводить
переводитьнесов1. (куда-л.) μεταθέτω/ μεταφέρ(ν)ω, προάγω, προβιβάζω (в другой класс):\переводить на другу́ю работу μεταθέτω σέ ἄλλη δουλειά·2. (на другой язык) μεταφράζω:\переводить устно μεταφράζω προφορικά· \переводить с ру́сского языка на греческий μεταφράζω ἀπό τά ρούσικα στά ἐλληνικά·3. (пересылать по почте) ἐμβάζω, στέλνω ἐμβασμα·4. (в другую систему измерения и т. п.) μετατρέπω· 5.:\переводить стрелку часов вперед (назад) μεταθέτω τόν δείκτη τοῦ ρολογιού ἐμπρός (πίσω)· \переводить стрелку ж.-д. γυρίζω τό κλειδί (σιδηροδρομικής γραμμής)·6. (бесполезно расходовать) разг σπαταλώ:\переводить проду́кты (деньги) σπαταλώ τά τρόφιμα (τά χρήματα)· ◊ \переводить дух παίρνω ἀνάσά \переводить разговор на другу́ю тему ἀλλάζω θέμα συζήτησης. -
36 претворить
претворитьсов, претворять несов1. μεταβάλλω, μετατρέπω· 2.; \претворить в жизнь ἐφαρμόζω στή πράξη, πραγματοποιώ. -
37 редуцировать
редуцирова||тьсов и несов1. (упрощать) ἀπλοποιώ·2. тех. (уменьшать) ἐλαττώνω, μειώνω / σμικρύνω (уменьшать размеры)·3. хим. ἀποξειδώνω·4. лингв. μετατρέπω. -
38 соль
сол||ь I ж прям., перен τό ἄλας, τό ἀλάτι:поваренная \соль τό μαγειρικό ἀλατι· каменная \соль τό ὀρυκτόν ἄλας· морская \соль τό θαλασσινό ἀλάτι· английская \соль фарм. τό ἀγγλικόν ἄλας· превращать в \соль ἀλατοποιω, μετατρέπω σέ ἄλας· посыпать \солью βάζω ἀλάτι, ἀλατίζω· ◊ \соль земли́ τό ἄλας τής γής.соль IIс нескл. муз. σόλ:\сольдиез σόλ δίεσις. -
39 трансформировать
трансформ||и́роватьсов и несов μετασχηματίζω, μετατρέπω, · μεταμορφώνω. -
40 выпрямить
-млю, -мишьρ.σ.μ.ισιάζω, ισιώνω, ευθύνω• ορθώνω•выпрямить согнувшийся гвоздь ισιώνω το στραβωμένο καρφί.
εκφρ.выпрямить ток – μετατρέπω το εναλλασσόμενο ρεύμα σε συνεχές.γίνομαι ίσιος, ισιάζω, -ώνω• ορθώνομαι.
См. также в других словарях:
μετατρέπω — μετατρέπω, μετέτρεψα (σπάν. μετάτρεψα) βλ. πίν. 9 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μετατρέπω — (ΑΜ μετατρέπω, Μ μέσ. τ. μετατέρπομαι, Α αιολ. τ. πεδατρέπω) 1. αλλάζω, μεταβάλλω, μεταποιώ (α. «μετέτρεψα το αρχικό σχέδιο τού σπιτιού» β. «ὁ γέλως ὑμῶν εἰς πένθος μετατραπήτω», ΚΔ) 2. τρέπω κάτι σε άλλη κατεύθυνση, μεταστρέφω («μοῑραν… … Dictionary of Greek
μετατρέπω — μετάτρεψα και μετέτρεψα, μετατράπηκα, αλλάζω τη μορφή κάποιου πράγματος, μεταστρέφω, μεταβάλλω: Μετέτρεψε το υπόγειο του σπιτιού σε γυμναστήριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μετατρέπω — μετατρέπομαι pres subj act 1st sg μετατρέπομαι pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατμοποιώ — μετατρέπω κάποιο υγρό σε ατμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ατμός + ποιώ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου πρβλ. αγγλ. vaporize. Ο ελληνικός όρος μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
εστεροποιώ — μετατρέπω αλκοόλη ή οξύ σε εστέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < εστέρες + ποιώ] … Dictionary of Greek
κεφαλαιοποιώ — μετατρέπω ένα εισόδημα σε κεφάλαιο, ενεργώ κεφαλαιοποίηση. [ΕΤΥΜΟΛ. κεφάλαιο + ποιῶ (< ποιος < ποιῶ) πρβλ. στερεο ποιώ, συστηματοποιώ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. capitaliser. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν… … Dictionary of Greek
ρευστοποιώ — Ν 1. μετατρέπω στερεό σώμα σε αέριο ή σε υγρό 2. μετατρέπω κτηματική περιουσία σε ρευστό χρήμα 3. εξαργυρώνω χρηματιστηριακούς τίτλους, τούς μετατρέπω σε μετρητό χρήμα, λικιντάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρευστός + ποιώ] … Dictionary of Greek
ανάγω — (Α ἀνάγω) 1. οδηγώ προς τα επάνω, υψώνω, ανυψώνω, ανεβάζω 2. λέγω ή υποστηρίζω πού οφείλεται κάτι, τό φέρνω πίσω στην αρχή ή την αιτία τού, αποδίδω, αναφέρω νεοελλ. 1. αναφέρω, αποδίδω χρονικά 2. μεσ. ανήκω χρονικά 3. μετασχηματίζω, μετατρέπω… … Dictionary of Greek
βιομηχανοποιώ — ( έω) 1. μετατρέπω κάποιον παραγωγικό κλάδο σε βιομηχανία 2. μετατρέπω την οικονομία μιας χώρας σε βιομηχανική 3. εκμεταλλεύομαι πρώτη ύλη με βιομηχανικά μέσα 4. εκμεταλλεύομαι πνευματική απασχόληση για χρηματισμό … Dictionary of Greek
εκτρέπω — (AM ἐκτρέπω, Α ιων. τ. ἐκτράπω) 1. στρέφω κάτι έξω από τον φυσικό δρόμο, τρέπω κάτι ή κάποιον μακριά ή προς άλλη κατεύθυνση («τό ὕδωρ ἐξέτρεψεν εἰς τὴν Μαντινικήν», Θουκ.) 2. μέσ. βγαίνω από την κανονική θέση ή διεύθυνσή μου, παρασύρομαι,… … Dictionary of Greek