-
1 μεθυχάρμων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεθυχάρμων
См. также в других словарях:
μεθυχάρμων — μεθυχάρμων, ον (Α) αυτός που χαίρεται με το κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέθυ «κρασί» + χάρμων (< χάρμα < χαίρω)] … Dictionary of Greek