-
1 μεγαλομερεία
-
2 μεγαλομερείᾳ
-
3 μεγαλομέρεια
μεγαλομέρειαlargeness of parts: fem nom /voc sg -
4 μεγαλομέρεια
μεγᾰλο-μέρεια, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεγαλομέρεια
-
5 μεγαλομέρειαν
μεγαλομέρειαlargeness of parts: fem acc sg
См. также в других словарях:
μεγαλομερείᾳ — μεγαλομερείᾱͅ , μεγαλομέρεια largeness of parts fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλομέρεια — μεγαλομέρεια, ἡ (Α) [μεγαλομερής] 1. το να αποτελείται κάτι από μεγάλο μέγεθος μερών 2. μεγάλο μέγεθος 3. μεγαλοδωρία, γενναιοδωρία … Dictionary of Greek
μεγαλομέρεια — largeness of parts fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλομέρειαν — μεγαλομέρεια largeness of parts fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)