-
1 μακροπρόθεσμος
[макропрогэзмос]εκ. долгосрочный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μακροπρόθεσμος
-
2 долгосрочный
μακροπρόθεσμος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > долгосрочный
-
3 вклад
1. (внесение денег на счет) η κατάθεση 2. (сумма, находящаяся на счете в банке, количество денег на счете) о λογα-ριασμ/ός 3. (в науку и т.п.) η συμβολή, η συνεισφορά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вклад
-
4 планирование
I. 1. (составление плана или проекта постройки, сооружения и т.п.) η σχεδίαση, ο σχεδιασμός 2. (расположение чего-л. согласно чертежу, плану) η σχεδίαση 3. (составление плана каких-л. мероприятий, развития чего-л.) το πρόγραμμα, το σχέδιο 4. эк. о σχεδιασμ/ός, ο προγραμματισμός II. ав. η ανεμοπορία, η ανεμοπλοία, η ομαλή κάθοδος με σβηστό κινητήρα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > планирование
-
5 долгий
долгий μακρύς, μακρός; μακροχρόνιος, μακροπρόθεσ μος (долгосрочный)' прошло \долгийое время πολύς καιρός πέ ρασε· \долгий путь о μακρύς δρόμος, η μάκρη πορεία* * *μακρύς, μακρός; μακροχρόνιος, μακροπρόθεσμος ( долгосрочный)прошло́ до́лгийое вре́мя — πολύς καιρός πέρασε
до́лгий путь — ο μακρύς δρόμος, η μακρή πορεία
-
6 долгосрочный
-
7 долгосрочный
долгосрочныйприл μακροπρόθεσμος. -
8 долгосрочный
επ.μακροπρόθεσμος•-ая ссуда μακροπρόθεσμο δάνειο.
См. также в других словарях:
μακροπρόθεσμος — η, ο 1. (για δάνεια και πιστώσεις) αυτός που έχει μεγάλη προθεσμία λήξεως, που θα εξοφληθεί μετά από ένα ημερολογιακό έτος («μακροπρόθεσμο δάνειο») 2. αυτός που θα πραγματοποιηθεί μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα. επίρρ... μακροπρόθεσμα 1. με… … Dictionary of Greek
μακροπρόθεσμος — η, ο επίρρ. α αυτός που λήγει έπειτα από μεγάλο χρονικό διάστημα: Μακροπρόθεσμα μπορεί αυτή η ενέργεια να σου βγει σε κακό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μακρ(ο)- — (AM μακρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μακρός, ά, όν ή στο επίρρ. μακρῶς και σημαίνει ότι το δηλούμενο από το β συνθετικό χαρακτηρίζεται από: 1) μεγάλο μήκος, μέγεθος ή ποσότητα (πρβλ. μακραύχην, μακρόθυμος, μακρολαίμης,… … Dictionary of Greek
θεσμός — ο (ΑΜ θεσμός Α και δωρ. τ. τεθμός) το έθος, η συνήθεια, καθετί που καθίσταται κανόνας δικαίου με την παράδοση ή με κοινή συμφωνία νεοελλ. ειδικός οργανισμός, κοινωνικός ή πολιτικός, αναγνωρισμένος από την παράδοση ή από τον νόμο (α. «ο θεσμός τού … Dictionary of Greek