-
1 μακρύς
[макрис] εκ. длинный, протяжённый.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μακρύς
-
2 дальний
дальний μακρινός, μακρύς·\дальний путь о μακρύς δρόμος, το μακρινό ταξίδι ◇ \дальний родственник ο μακρινός συγγενής* * *μακρινός, μακρύςда́льний путь — ο μακρύς δρόμος, το μακρινό ταξίδι
••да́льний ро́дственник — ο μακρινός συγγενής
-
3 долгий
долгий μακρύς, μακρός; μακροχρόνιος, μακροπρόθεσ μος (долгосрочный)' прошло \долгийое время πολύς καιρός πέ ρασε· \долгий путь о μακρύς δρόμος, η μάκρη πορεία* * *μακρύς, μακρός; μακροχρόνιος, μακροπρόθεσμος ( долгосрочный)прошло́ до́лгийое вре́мя — πολύς καιρός πέρασε
до́лгий путь — ο μακρύς δρόμος, η μακρή πορεία
-
4 период
1. (периодических явлений) η περίοδος- απραξίας- повышенногоспроса - μεγάλης/υψηλής ζήτησηςэксплуатационный - της εκμετάλλευσης/δουλειάς2. (перенос значения на цикл явлений, повторяющихся периодически) о κύκλος επανάληψης 3 (мат, грам.) η περίοδος 4. (ист.) η εποχήордовикский - см. система ордовикская палеогеновый - см. система палеогеновая силурийский - (силур) η σιλούρια διάπλασηтриасовый - см. триас5. (биол) о χρόνος, η περίοδοςинкубационный - επώασης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > период
-
5 тонна
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тонна
-
6 центнер
ο στατήρας. длинный - μακρύς - (βρετανικός, που ισούται με 50,8023 κιλά)короткий - βραχύς - (αμερικάνικος, πουισούται με 45,3592 κιλά)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > центнер
-
7 длинный
1) μακρύς, μακρόςдли́нный путь — η μακρή πορεία
2) спорт.бег на дли́нные диста́нции — ο δρόμος αντοχής
-
8 длина
длин||а́ж τό μήκος, τό μάκρος, ἡ μα-κρότητα [-ης]:пять метров в \длинау πέντε μέτρα μάκρος· \длина улицы τό μήκος τοῦ δρόμου· меры \длинаώ τά μέτρα μήκους· рас-тяну́ться во всю \длинау́ ξαπλώνομαι μακρύς πλατύς. -
9 длиниополый
длинио||по́лыйприл μακρύς (γιά τά φορέματα). -
10 длинный
дли́нн||ыйприл μακρύς, μακρός:(человек) с \длинныйыми руками ὁ μακροχέρης, ὁ μακρόχειρ· ◊ у него́ \длинный язык разг ἐχει μακριά γλώσσα, σοδ εἶναι μιά γλώσσα. -
11 долгий
долг||ийприл1. μακρύς, μακρός:\долгийое молчание ἡ μακρά σιωπή· \долгийая жизнь ἡ μακρόχρονη ζωή· \долгийая зима ὁ μεγάλος χειμώνας· \долгийое время γιά πολύ καιρό, ἐπί πολύ·2. лингв.:\долгий гласный τό μακρόν φωνήεν \долгий слог ἡ μακρά συλλαβή· ◊ откладывать дело в \долгий ящик разг ἀναβάλλω κάποια ὑπόθεση ἐπ' ἀπειρον (или ἐπ' ἀόριστον)· это \долгийая песия разг εἶναι βαρετή ὑπόθεση. -
12 продолжительностьый
продолжительность||ыйприл παρατεταμένος, μακρύς, ἐξακολουθητικός:\продолжительностьыйое отсу́тствие ἡ μακρόχρονη ἀπουσία· \продолжительностьыйое время πολύ καιρό, ἐπί μακρόν. -
13 длинный
[ντλίννυϊ] εκ. μακρύς -
14 длинный
[ντλίννυϊ] εκ. μακρύς -
15 долгий
[ντόλγκιΐ] εκ. μακρύς -
16 длинный
[ντλίννυϊ] επ μακρύς -
17 длинный
[ντλίννυϊ] επ μακρύς -
18 долгий
[ντόλγκιϊ] επ μακρύς -
19 бурт
-а α.μακρύς σωρός λαχανικών (προφυλαγμένος από βροχή, κρύο). -
20 валок
- 1
- 2
См. также в других словарях:
μακρύς — ιά, ύ και μακριός, ά, ό (Μ μακρύς, ιά, ύ) 1. αυτός που έχει μεγάλο μήκος, επιμήκης, μακρουλός («μακρύ παντελόνι») 2. μεγάλος στο ύψος, υψηλός νεοελλ. 1. αυτός που έχει μεγάλη χρονική διάρκεια, μακροχρόνιος («μακρύ ταξίδι») 2. το ουδ. ως ουσ. το… … Dictionary of Greek
μακρύς, -ιά, -ύ — 1. μακρός, επιμήκης: Ήρθε στη δεξίωση φορώντας μια μακριά τουαλέτα. 2. (για ανθρώπους), ψηλός: Είναι μακρύς άντρας και δε βρίσκει εύκολα ρούχα στις διαστάσεις του. 3. (χρονικά), αυτός που διαρκεί για μεγάλο διάστημα: Ξεκίνησε για ένα μακρύ ταξίδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλόγερος — I Ονομασία δύο νησίδων οτυ Αιγαίου πελάγους. 1. Ακατοίκητη νησίδα των κεντρικών Κυκλάδων. Βρίσκεται στο στενό Φολεγάνδρου Σικίνου, κοντά στη νοτιοδυτική ακτή της Σικίνου. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Σικίνου του νομού Κυκλάδων. 2.… … Dictionary of Greek
δολιχός — δολιχός, ή, όν (AM) 1. μακρύς, επιμήκης 2. αυτός που διαρκεί πολύ χρόνο, μακροχρόνιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίος ΙΕ τ. με σημασία «μακρύς», που εμφανίζει δισύλλαβη ρίζα *doligh και συνδέεται τόσο με μονοσύλλαβα όσο και με δισύλλαβα μορφήματα άλλων γλωσσών … Dictionary of Greek
Constantine P. Cavafy — Constantine Cavafy c.1900 Born April 29, 1863(1863 04 29) Alexandria, Egypt Province, Ottoman Empire Died April 29, 1933(1933 04 29) … Wikipedia
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
εκτάδιος — ἐκτάδιος, η, ον και ἐκτάδιος, ον (Α) αυτός που έχει έκταση, μεγάλος, μακρύς (α. «ἀμφὶ δ ἄρα χλαῑναν περονήσατο φοινικόεσσαν, διπλῆν ἐκταδίην» στερέωσε γύρω από τους ώμους του με πόρπη τον πορφυρό μανδύα του, που ήταν μακρύς για να χρησιμοποιείται … Dictionary of Greek
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
μακεδνός — μακεδνός, ή, όν (Α) 1. μακρύς, ψηλός («ἐλάτῃσι μακεδναῑς», Νίκ.) 2. δωρικός («Δωρικόν τε καὶ Μακεδνὸν ἔθνος», Ηρόδ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) «μακεδνὰ σκῡλα τὰ οὐράνια καὶ μεγάλα, ἢ ὅ,τι τρόπαια μετέωρα ἵσταται». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μακ εδνός ανάγεται στην… … Dictionary of Greek
μακρουλός — ή, ό (Μ μακρουλός, ή, όν) μακρύς, επιμήκης, στενόμακρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρύς, κατά τα βαθ ουλός, παχ ουλός (< αρχ. επίθ. σε υλός, πρβλ. παχ υλός)] … Dictionary of Greek
παραμακρύς — ιά, ύ πάρα πολύ μακρύς, υπερβολικά μακρύς … Dictionary of Greek