-
1 λειψός
η, ό1) недостаточный, неполный;λειψό φεγγάρι — неполная луна;
τα λεφτά είναι λειψά — а) денег недостаточно, не хватает; — б) недостача;
2) неполновесный, неполноценный;κρέας λειψό — неполновесный кусок мяса;
3) неполноценный, недоразвитый (умственно или физически);4) недоношенный (о ребенке); 5) пресный (о тесте) -
2 λειψός
[липсос] εκ. неполныйΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > λειψός
-
3 λειψός
[липсос] επ неполный. -
4 eksik
λειψός, ελλιπής, ελλειπτικoς -
5 недостаточный
επ., βρ: -чен, -чна, -чно.1. ανεπαρκής, ελλιπής, λειψός γλίσχρος•-ые средства ανεπαρκή μέσα•
-ая помощь ανεπαρκής βοήθεια•
-ые знания ανεπαρκείς γνώσεις.
|| λιπόβαρος, λειψός, ξίκικος.2. μη πλήρης, -ολοκληρωμένος•-ые сведения ανεπαρκείς πληροφορίες.
|| αναξιόλογος, ασήμαντος, μη σοβαρός•-ая причина όχι σοβαρή αιτία.
3. πενιχρός, φτωχός.εκφρ.недостаточный глагол – το ελλιπές ρήμα. -
6 недостаточный
недоста́точн||ыйприл1. ἀνεπαρκής, λειψός, ἐλλ(ε)ιπής / ξίκικος (по весу):\недостаточныйые сведения (знания) ἀνεπαρκείς πληροφορίες (γνώσεις)·2. (неосновательный) μή σοβαρός:\недостаточныйая причина (повод) μή σοβαρή αίτία· ◊ \недостаточныйый глагол грам. τό ἐλλ(ε)ιπές (или ἐλλειπτικό) ρήμα. -
7 неполный
неполн||ыйприл ἐλλ(ε)ιπής, λειψός, μή πλήρης, ἀνεπαρκής:\неполный стакан τό μισογεμάτο ποτήρι· \неполный перечень ἡ μή πλήρης ἀπαρίθμηση· \неполныйая средняя школа ἡ ἐπτατάξιος σχολή. -
8 short
[ʃo:t] 1. adjective1) (not long: You look nice with your hair short; Do you think my dress is too short?) κοντός2) (not tall; smaller than usual: a short man.) κοντός3) (not lasting long; brief: a short film; in a very short time; I've a very short memory for details.) σύντομος4) (not as much as it should be: When I checked my change, I found it was 20 cents short.) λειψός,λιγότερος5) ((with of) not having enough (money etc): Most of us are short of money these days.) στερούμενος(χρημάτων)6) ((of pastry) made so that it is crisp and crumbles easily.) σφολιάτα2. adverb1) (suddenly; abruptly: He stopped short when he saw me.) απότομα2) (not as far as intended: The shot fell short.) λίγο παραπέρα•- shortage
- shorten
- shortening
- shortly
- shorts
- shortbread
- short-change
- short circuit
- shortcoming
- shortcut
- shorthand
- short-handed
- short-list 3. verb(to put on a short-list: We've short-listed three of the twenty applicants.) βάζω(υποψήφιο)στον τελικό κατάλογο επιλογής- short-range
- short-sighted
- short-sightedly
- short-sightedness
- short-tempered
- short-term
- by a short head
- for short
- go short
- in short
- in short supply
- make short work of
- run short
- short and sweet
- short for
- short of -
9 дефицитный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно.1. ανεπικερδής, μη αποδοτικός, μη προσοδοφόρος•-ое предприятие ανεπικερδής επιχείρηση.
2. ανεπαρκής, ελλιπής, λειψός. -
10 дубоватый
επ., βρ: -ват, -а, -оάγαρπος, χοντροειδής, μπατάλικος, άχαρος. || κουτούτσικος, ελαφρόνους, βραδύνους, λειψός. -
11 куцый
επ.1. κολοβός, κουτσονούρης. || κοντόουρος.2. μικρός, κοντός, βραχύς•куцый пиджак κοντό σακκάκι.
3. μτφ. κολοβωμένος, κουτσουρεμένος, ακρωτηριασμένος•-ые свободы κουτσουρεμένες ελευθερίες•
-ая конституция ακρωτηριασμένο (πολιτικό) σύνταγμα.
|| ανεπαρκής, ελλειπής, λειψός. -
12 маловесный
επ., βρ: -сен, -сна, -оно (о)- λιγοβαρής. || λειπόβαρος, λειψός, ξίκικος -
13 маловодный
επ., βρ: -ден, -дна, -дноλειψός σε νερό, λίγο ένυδρος. -
14 мешок
-шка α.1. σάκκος, σακκί, τσουβάλι,• походный мешок οδοιπορικός σάκκος•сложить вещи в мешок τακτοποιώ τα πράγματα στο τσουβάλι•
таскать -и κουβαλώ τσουβάλια•
вещевой мешок ο γυλιός του στρατιώτη.
2. μτφ. άνθρωπος αργοκίνητος, αργός, μπάταλος.3. (στρατ.) πολιορκία, κύκλωση•полк попал в мешок το σύνταγμα κυκλώθηκε από παντού.
4. κάλυκας λουλουδιού.εκφρ.золотой ή денежный мешок – (άνθρωπος) παραλής•- и под глазами – οιδήματα (εξογκώματα) κάτω από τα μάτια•сидеть -ом – (για ενδυμασία) κάθεται (στο σώμα) σαν τσουβάλι•точно (словно) из-за угла -ом ударенный ή прибитый – ανάπηρος διανοητικά, λειψός, χτυπημένος στο κεφάλι. -
15 неполный
επ., βρ: -лон, -лна, -лноο μη πλήρης• λειψός, ελλειπής• κοντόγεμος•-ое ведро κοντόγεμος• κουβάς•
-стакан κοντόγεμο ποτήρι «- метр λειψό μέτρο•
βλ. семи-лтка1.εκφρ.- ое предложение – (γραμμ.) ελλειπής πρόταση. -
16 отсутствовать
-твую, -твуешь, μτχ. ενστ. отсуствующийρ.δ.1. απουσιάζω, είμαι απών.2. (ελ)λείπω, δεν υπάρχω, είμαι λειψός. -
17 пентюх
-а α. (απλ.) αργοκίνητος, αργοσάλευτος, νωθρός, οκνός. || ελαφρόνους, κουφόνους, κουφόμυαλος, λειψός. -
18 придурковатый
επ., βρ: -ват, -а, -оκουτούτσικος, χαζούτσικος, φυρόμυαλος, λειψός. -
19 простофиля
-и α. κ. θ. κουτός, ανόητος, ελαφρόμυαλος, φυρόμυαλος, λειψός. -
20 пустой
επ., βρ: пуст, -а, -о.1. άδειος, κενός• κούφιος•-ая бочка άδειο βαρέλι•
-ая коробка άδειο κουτάκι•
пустой чемодан άδεια βαλίτσα.
|| ακατοίκητος•пустой дом ακατοίκητο σπίτι.
|| ελεύθερος•у нас был пустой урок ένα μάθημα δεν κάναμε, μια ώρα δεν έγινε μάθημα.
|| ακαρύκευτος, ανάρτυτος•-ые щи ανάρτυτη λαχανόσουπα (μόνο λάχανο).
2. μτφ. κούφιος, ελαφρόνους, φυρόμυαλος, ανάπηρος το νου,λειψός.3. μτφ. αβάσιμος, ανύπαρκτος•-ые страхи ανύπαρκτοι (αδικαιολόγητοι) φόβοι.
|| ανώφελος, άκαρπος• χωρίς περιεχόμενο.4. ασήμαντος, τιποτένιος, μηδαμηνός.5. ουσ. -ое ουδ. τιποτένιο πράγμα.εκφρ.- ое место – τιποτένιος (κούφιος) άνθρωπος•с -ыми руками прийти – έρχομαι με αδεινά τα χέρια•уйти -ыми руками – φεύγω με αδειανά τα χέρια (άπρακτος)•- ые фразы – κούφια λόγια, φράσεις χωρίς περιεχόμενο.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
λειψός — ή, ό (Μ λειψός, ή, όν) 1. αυτός που παρουσιάζει έλλειψη, ελλιπής, λιγοστός, μη πλήρης 2. (για πρόσ.) ατελής στο σώμα ή στο πνεύμα, σωματικά ή διανοητικά ανάπηρος νεοελλ. 1. (για βρέφος) αυτός που γεννήθηκε πρόωρα 2. ατελής («μού κανες λειψή… … Dictionary of Greek
λειψός — ή, ό 1. ελλιπής: Λειψό καρβέλι. 2. ανάπηρος: Πώς να βοηθήσει λειψός άνθρωπος! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λειψάρης — και λειψιάρης, α, ικο [λειψός] 1. αυτός που έχει ελλείψεις, λειψός, ελλιπής 2. (για άρτο) λιποβαρής … Dictionary of Greek
λειψανάβατος — και λειπανάβατος, η, ο 1. (για τον άρτο) ελλιπής ως προς το ανέβασμα, αυτός που έχει υποστεί ατελή ζύμωση, λειψός 2. μτφ. για πρόσ. ο μη δραστήριος, αυτός που δεν μπορεί να φέρει κάτι σε πέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λειψός + αναβατός (< αναβαίνω),… … Dictionary of Greek
ξίκικος — η, ο επίρρ. α (λ. τουρκ.) 1. αυτός που δεν έχει το κανονικό βάρος, λειψός: Το τυρί ήταν ξίκικο. 2. μτφ., ο ανόητος, λειψός: Και τα δύο παιδιά τους είναι ξίκικα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανάσωστος — η, ο ο μη κανονικός στο σώμα, λειψός, μισερός … Dictionary of Greek
ανέσωστος — η, ο 1. ο μη σωστός, λειψός 2. αδύνατος, ασθενικός 3. άσωστος, αστείρευτος 4. αυτός που δεν μπορείς να τον σώσεις, να τον φθάσεις … Dictionary of Greek
γαμψός — ή, ό (AM γαμψός, ή, όν) κυρτός, αγκυλωτός αρχ. (για πτηνά) ο γαμψώνυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το γνάμπτω* «κάμπτω, λυγίζω». Το απλό γαμψός προήλθε κατ απόσπαση από το αρχαϊκό σύνθετο γαμψώνυξ < *γναμψωνυξ (πρβλ. και λειψός < λειψόθριξ … Dictionary of Greek
κακοζυγιασμένος — και κακοζυγισμένος, η, ο 1. αυτός που ζυγίστηκε λάθος, ο λειψός στο βάρος 2. αυτός που δεν έχει καλή ζύγιση, αυτός που γέρνει προς τη μία πλευρά, που πάει «μονόπαντα» («κακοζυγιασμένη βάρκα») … Dictionary of Greek
λειπτός — λειπτός, ή, όν (Μ) [λείπω] ελλιπής, λειψός … Dictionary of Greek
λειψάδιν — λειψάδιν, τὸ (Μ) κενός χώρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *λειψάδιον < λειψός + υποκορ. κατάλ. άδιον] … Dictionary of Greek