-
1 κακοεργία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακοεργία
-
2 κακοεργός
κακο-εργός: evil - doing, rascally, Od. 18.54†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κακοεργός
См. также в других словарях:
καλοεργός — ο (Μ καλοεργός) νεοελλ. το φόβητρο τών πουλιών που βάζουν στους αγρούς, σκιάχτρο μσν. αυτός που κάνει το καλό, αγαθοεργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + εργός (< ἔργον), πρβλ. αγαθο εργός, κακο εργός] … Dictionary of Greek
ομοεργός — ὁμοεργός, όν (Μ) αυτός που εκτελεί τις ίδιες ενέργειες με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + εργός (< ἔργον), πρβλ. κακο εργός] … Dictionary of Greek
κακοεργέτις — κακοεργέτις, ἡ (Α) αυτή που κάνει το κακό. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. ενός αμάρτ. *κακοεργέτης (πρβλ. κακεργέτης) < κακο εργός (< κακ(ο) * + ἔργον), πρβλ. ευ εργέτης] … Dictionary of Greek
καλοεργέτις — καλοεργέτις, ιδος, ἡ (Α) αυτή που κάνει το καλό («καλοεργέτις ψυχή», Πορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + εργέτις (θηλ. τού εργετης < εργός < ἔργον), πρβλ. ευ εργέτις, κακο εργέτις] … Dictionary of Greek