-
1 κυκλος
ὅ (pl. иногда τὰ κύκλα)1) круг, окружность(κώνου βάσις κ. ἐστίν Arst.; κύκλον κέντρῳ περιγράψαι Plut.)
κ. νεῶν Thuc. — корабли в круговой колонне;ἱερῷ ἐνὴ κύκλῳ Hom. — в священном кругу, т.е. на площади совещаний;κ. τυραννικός Soph. — круг, т.е. собрание вождей;κ. ἀγορᾶς Eur. — круглая площадь (для народных собраний);κύκλῳ Hom., Her. и ἐν κύκλῳ Soph., Plat. — кругом, вокруг (см. тж. κύκλῳ)2) (pl. τὰ κύκλα) колесо(χρύσεα Hom.)
3) обруч, обод, кольцо(ἀσπίδος Aesch.)
4) свод(αἰθέρος HH.; τοῦ οὐρανοῦ Her.)
ὅ ἄνω κ. Soph. — небесная высь;βάθος κύκλου Arph. — небесная глубь;νυκτὸς κ. Soph. — ночной небосвод5) круг, диск(ἡλίου Aesch.)
πανσέληνος κ. Eur. — полная луна6) круговая стена, крепостные стены(Ἀθηνέων Her.; τοῦ ἄστεος Dem.)
7) (тж. ὄμματος κ. Soph.) око, глаз(τὰ πάντ΄ ἰδόντες ἀμφ΄ ἐμοῦ κύκλοι Soph.)
8) круговой путь, орбитаκύκλον ἰέναι Plat. — двигаться по кругу
9) круговое движение, круговорот, круговращение, цикл(κ. τῶν ἀνθρωπηΐων ἐστὴ πρηγμάτων Her.)
ἐνιαυτοῦ κύκλον Eur. — в течение круглого года;ἑπτὰ ἐτῶν κύκλοι Eur. — семь (полных) лет;ἥ κύκλῳ καὴ ἐξ ἀλλήλων ἀπόδειξις Arst. лог. (лат. circulus in demonstrando или circulus vitiosus) — порочный круг10) год11) круговая пляска, хороводχωρεῖν κύκλον Arph. — водить хоровод
-
2 κύκλος
ο1) круг; окружность;Πολικός κύκλος — Полярный круг;
διαγράφω κύκλο — описывать круг;
2) среда, круг;окружение;οι κυβερνητικοί κύκλοι — правительственные круги;
σε στενό κύκλο — в тесном кругу;
σε οικογενειακό κύκλο — в кругу семьи;
3) общество, кружок;4) цикл; 5) серия;κύκλος ομιλιών (διαλέξεων) — серия бесед (лекций);
§ φαύλος κύκλος — заколдованный круг
-
3 κύκλος
ὁ κύκλος круг, окружность (ср. киклические поэмы; цикл; Κύκλωψ) -
4 κύκλος
круг
- κύκλῳ -
5 κύκλος
[киклос] ουσ α круг, окружность, цикл, период времени. -
6 εξελισσω
атт. ἐξελίττω (aor. ἐξείλιξα)1) разворачивать, разматывать(περιβολᾶς σφραγισμάτων Eur.)
2) развертывать(ὅ κύκλος ἐξελιττόμενος Arst.)
; преимущ. воен. развертывать, располагать по фронту(τέν φάλαγγα Xen.)
3) med. развертываясь описывать(ὅ κύκλος ἐξελίττεται γραμμήν Arst.)
4) делать поворот, поворачиваться(ἀπὸ τῶν εὐωνόμων παρὰ τέν γῆν Polyb.; ἐπὴ δεξιά Plut.)
5) огибать, обходить(τέν τάφρον Plut.)
6) вращатьἴχνος ἐ. ποδός Eur. — кружиться в пляске;
τὸν κύκλον ἐ. и ἐξελίττεσθαι κατὰ κύκλου Plut. — совершать круговорот7) гонять вокругἐ. τινὰ κίονος κύκλῳ Eur. — гоняться за кем-л. вокруг столба
8) воен. выводить(τέν δύναμιν τῶν στενῶν Plut.)
9) воен. уходить, отступать(εἰς πεδίον Plut.)
10) развивать, раскрыватьἐ. λόγον Eur. — рассказывать
11) разъяснять, истолковывать(θεοῦ θεσπίσματα Eur.)
-
7 ευτροχος
I2[τρέχω]1) правильно или легко движущийся(κύκλος Plat., Plut.)
2) плавно скользящий(βρόχοι Xen.)
3) проворный, бойкий(γλῶσσα Eur.; ἐν τῷ διαλέγεσθαι Plut.)
4) приводящий в быстрое движение(λαίφεα Anth.)
IIэп. ἐΰτροχος 2[τρόχος]1) с красивыми колесами(ἅρμα Hom., Hes.; ἅμαξα Hom.)
2) хорошо закругленный, (совершенно) круглый(τεῖχος Anth.)
ἀντίπηγος εὔ. κύκλος Eur. — круглая корзина -
8 ζωδιακος
I3[ζῴδιον] звериный, астр. зодиакальныйζ. κύκλος Diod., Plut. — зодиак
IIὅ (sc. κύκλος) зодиак Luc. -
9 ζωοφορος
-
10 κυκλα
-
11 αγωνιος
-
12 αειφανης
-
13 ακοντιζω
1) метать дротик(и)(τοξεύειν καὴ ἀ. Her.; ἀ. τινός и ἐπί τινι Hom. или τινά Her.)
2) метать, бросатьὄζοισι ἠκοντίζετο Eur. — в него бросали ветками3) ранить, поражать(τινὰ παλτῷ Xen.)
ἀκοντίζεσθαι εἴς τι Xen. — быть раненым дротиком куда-л.4) тж. med. испускать лучи, сверкать(φλόγες ἀκοντίζονται Arst.)
κύκλος πανσέληνος ἠκόντιζ΄ ἄνω Eur. — вверху сияла полная луна5) устремляться, проникать(εἴσω γῆς) Eur.
-
14 αλιτερμων
-
15 αλυτος
21) неразрывный, нерасторжимый(πέδαι Hom.; δεσμοί Hom., Aesch., Plat., Plut.; φιλία Plut.)
2) нерушимый, непоколебимый, надежный(τὰ ἐνέχυρα Plut.)
3) неотвратимый, неизбежный(πολέμοιο πεῖραρ Hom.)
4) неопровержимый, непреложный(τεκμήριον Arst.)
5) непрерывный, сплошной(κύκλος Pind.)
7) нерастворимыйἄ. ὑγρῷ Arst. — нерастворимый в воде
8) нерастворенный Plat. -
16 αλως
1) молотильный ток Xen., Anth.2) круг, диск(ἅ., ἀσπίδος κύκλος Aesch.)
-
17 απειρος
I2(ᾰ) [πεῖρα]1) неопытный, неиспытавший, незнакомый(πόνων Aesch.)
γνώμης οὐκ ἀ. Soph. — весьма опытный, разумный2) несведущий, необразованный, неученый(γραμμάτων Plat.)
II2(ᾰ) [πέρας]1) беспредельный, безграничный, бесконечный(σκότος Pind.; βάθος Arst.; αἰών Arst., Plut.)
2) не имеющий конца или концов(κύκλος Arst.)
3) неисчислимый, бесчисленный, несметный(πλῆθος Her., Plat.; ἀριθμός Plat.; ὄχλος Plut.)
2(ᾰ) [πείρω] не имеющий отверстий (для головы и рук), т.е. отовсюду закрытый, глухой(ἀμφίβληστρον Aesch.; χιτών Soph.; ὕφασμα Eur.)
IV -
18 γαλαξιας
-
19 διαζωννυμι
1) перепоясывать, подпоясывать(διεζωσμένη τέν ἐσθῆτα, sc. γυνή Luc.)
διεζωσμένος Thuc. — с повязкой на бедрах;2) опоясывать, окружать(φλὸξ διαζώσασα πανταχόθεν τέν πόλιν Plut.; ὅ ζῳοφόρος κύκλος διὰ τῶν τροπικῶν διέζωσται Arst.; ῥάχει δυσβάτῳ διεζῶσθαι Polyb.)
ἥ χώρα μέση διέζωσται ὄρεσιν Xen. — страна посредине пересечена горами -
20 διχηρης
См. также в других словарях:
κύκλος — ring masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… … Dictionary of Greek
κύκλος — ο 1. καμπύλη κλειστή γραμμή που κάθε σημείο της απέχει εξίσου από το κέντρο. 2. η επίπεδη επιφάνεια που περικλείνεται από την παραπάνω καμπύλη κλειστή γραμμή. 3. σειρά περιοδικών φαινομένων ή σύνολο συναφών πραγμάτων ή γεγονότων: Άρχισε νέος… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κάθετος κύκλος — (Αστρον.). Μεγάλος κύκλος της ουράνιας σφαίρας, που είναι κάθετος στον ορίζοντα και περνά από το ζενίθ ενός τόπου. Ονομάζεται και κατακόρυφος κύκλος … Dictionary of Greek
ωριαίος κύκλος — Ο μέγιστος κύκλος της ουράνιας σφαίρας, που διέρχεται από τους δύο πόλους, με τον ίδιο τρόπο, που και οι μεσημβρινοί της Γης διέρχονται από τους πόλους της. Eίναι κάθετος προς τον ουράνιο ισημερινό. Κάθε αστέρας έχει τον ωριαίο κύκλο του, ο… … Dictionary of Greek
Επικός Κύκλος — Der Epische Zyklus oder Epische Kyklos (griechisch Ἐπικὸς Κύκλος), ein antiker Begriff, war eine Sammlung von altgriechischen Ependichtungen, die von der Geschichte des Trojanischen Krieges erzählten. Sie umfasste die Kypria, Aithiopis, Kleine… … Deutsch Wikipedia
αζιμουθιακός κύκλος — (Αστρον.). Γεωδαιτικό όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση οριζόντιων γωνιών (αζιμούθια). Οι γωνίες καθορίζονται από το σημείο στάσης του οργάνου και από δύο σημεία του εδάφους. Το όργανο αποτελείται από δύο κύρια μέρη, τη σκοπευτική διόπτρα … Dictionary of Greek
γεωλογικός κύκλος — Ένας κύκλος γεωλογικών φαινομένων που αφορούν την εξέλιξη των πετρωμάτων και τη συνεχή μετατροπή τους στον χρόνο. Ένα πέτρωμα οποιασδήποτε προέλευσης που βρίσκεται στην επιφάνεια της Γης διαβρώνεται συνεχώς από τις εξωγενείς δυνάμεις και… … Dictionary of Greek
εγγεγραμμένος κύκλος — Ο κύκλος που εφάπτεται σε όλες τις πλευρές ενός πολυγώνου. Στην περίπτωση του τριγώνου, το κέντρο του ε.κ. είναι το σημείο τομής των διχοτόμων … Dictionary of Greek
επικός ελληνικός κύκλος — Σύνολο επικών ποιημάτων, τα οποία αφηγούνται σε μια διαδοχική σειρά γεγονότων, με κεντρικά στοιχεία την Ιλιάδα και την Οδύσσεια του Ομήρου, ολόκληρο τον θρύλο του Τρωικού πολέμου, από τη σύζευξη του Ουρανού με τη Γη έως τον φόνο του Οδυσσέα από… … Dictionary of Greek
οικονομικός κύκλος — Σειρά εναλλασσόμενων φάσεων ανάπτυξης και συστολής της οικονομικής δραστηριότητας από άποψη κέρδους και απασχόλησης. Για πρώτη φορά στην οικονομική φιλολογία διατύπωσε σκέψεις σχετικά με τον ο.κ., το 1828, ο Ουίλαρντ Φίλιπς· μόνο όμως το 1860… … Dictionary of Greek