-
41 νεφελοειδης
-
42 οριζων
-
43 πανοπτης
-
44 πανσεληνος
Iредко πασσέληνος 2полнолунный, озаренный полной луной(νύξ Arst.)
ὅ π. κύκλος Eur. и ἥ π. σελήνη Thuc. — полная луна;τὰ ἐκλειπτικὰ πανσέληνα Plut. — полное затмение луныIIἥ1) (sc. ὥρα) полнолуние Her. etc. тж. pl. Arst.2) (sc. σελήνη) полная луна Aesch., Plut. -
45 περιειμι
I[εἰμί] (inf. περιεῖναι, impf. περιῆν, fut. περιέσομαι)1) находиться вокруг, окружатьχωρίον, ᾦ κύκλῳ τειχίον περιῆν Thuc. — место, обнесенное вокруг оградой
2) иметь преимущество, превосходитьπερὴ φρένας ἔμμεναι ἄλλων Hom. — разумом превосходить других;
σοφίᾳ π. τῶν Ἑλλήνων Plat. — превосходить мудростью (всех) греков;ἐκ περιόντος ἀγωνιεῖσθαι Thuc. — сражаться, имея (на своей стороне) преимущество;ἐκ τοῦ περιόντος Dem. — из чувства превосходства, из гордости (ср. 4)3) уцелевать, оставаться невредимым или в живыхαἱρέεται περιεῖναι Her. — (Гигес) предпочел остаться в живых;
ἑλόμενοι τέν Ἑλλάδα περιεῖναι ἑλευθέρην Her. — решив, что Эллада должна сохраниться свободной;τῇ ἑωυτοῦ μοίρῃ π. Her. — пережить свою судьбу, т.е. спастись от смерти;οἰκίαι αἱ μὲν πολλαὴ πεπτώκεσαν, ὀλίγαι δὲ περιῆσαν Thuc. — большинство домов рухнуло и лишь немногие уцелели;τὸ περιόν (тж. pl.) Thuc., Plat. — уцелевшая часть, остатки;ἥ περιοῦσα κατασκευή Thuc. — уцелевшая часть имущества4) оставаться, быть в избыткеτὰ περιόντα χρήματα τῆς διοικήσεως Dem. — денежный остаток за вычетом расходов;
ἐκ τοῦ περιόντος εἰς εὐπρέπειαν Luc. — от избытка (и) для украшения (ср. 2)5) оказываться в результатеπερίεστι τοίνυν ἡμῖν ἀλλήλοις ἐρίζειν Dem. — получилось то, что мы друг с другом ссоримся
II[εἶμι] (inf. περιϊέναι, impf. περιῄειν, fut. περίειμι)1) обходить(τὸν νηὸν κύκλῳ Her.; τέν Ἑλλάδα Xen.)
π. κατὰ τὰς κώμας Plat. и κατ΄ ἀγρούς Lys. — ходить по деревням;κύκλῳ π. τέν σελήνην Plat. — двигаться вокруг луны;π. κατὰ νώτου τινί Thuc. — заходить в тыл кому-л.2) ( о времени) проходить, протекатьὁ κύκλος τῶν ὡρέων ἑς τωὐτὸ περιϊών Her. — круговорот времен года, совершающийся в одно и то же время ( благодаря високосным месяцам и дням);
χρόνου περιϊόντος Her. — по прошествии (некоторого) времени;περιόντι (= περιϊόντι) τῷ θέρει Thuc. — с наступлением лета3) переходить по наследству, доставаться(ἥ ἀρχέ περίεισι ἔς τινα Her.)
-
46 περιμεστος
2кругом переполненный, заполненныйκύκλος π. ξυφῶν ὀρθῶν Xen. — круг, сплошь усаженный торчащими вверх мечами;
ἀνέρ π. ἤθους Plut. — человек высокой нравственности -
47 περιτειχιζω
окружать стеной, обноситьπ. πλίνθοις Βαβυλῶνα Arph. — обносить Вавилон кирпичной стеной;
ὅ περιτετειχισμένος κύκλος Xen. — кольцо укреплений; -
48 πτερινος
-
49 πυρικαυτωρ
-
50 στρεπτος
I3[adj. verb. к στρέφω См. στρεφω]1) плетеный, витой, крученыйσ. χιτών Hom. — кольчуга;
ὁ. σ. κύκλος Diod. — ожерелье2) переплетающийся, образующий сетку(κεκρύφαλοι, ῥυτίδες Anth.)
3) гибкий(λύγοι Eur.)
4) проворный, неугомонный(γλῶσσα Hom.)
5) изогнутый, кривой(ἄγκιστρα Anth.)
σ. σίδηρος Eur. — кирка6) сговорчивый, уступчивый(θεοί, φρένες Hom.)
IIὅ1) (тж. σ. περιαυχένιος Her.) ожерелье (из переплетенных колец или крученой проволоки), шейная цепочка Her., Xen.2) (sc. ἄρτος) крендель Dem. -
51 συνεδρος
I21) сидящий вместе(δύ΄ Αἴαντε συνέδρω Eur.; Δίκη ξ. Ζηνός Soph.)
Περσέων οἱ συνέδρων ἐόντων Her. — находясь в обществе нескольких персов2) вместе заседающий(τυραννικὸς κύκλος Soph.)
3) живущий вместе, сожительствующий (sc. ζῷα Arst.)IIὅ и ἥ1) участник совещания, член совета Her., Thuc.2) делегат, депутат, посол Isocr., Dem., Polyb. -
52 τετρακυκλος
-
53 τροπικος
3поворотныйτ. κύκλος Plat. — поворотный круг, тропик;
τὰ ζῴδια τροπικά Sext. — знаки зодиака;τροπικὰ σημεῖα Plut. — точки солнцеворота;αἱ τροπικαὴ ἡμέραι Arst. — дни солнцестояния -
54 υποκυκλος
-
55 χρυσεοκυκλος
-
56 αρκτικός
-
57 εργασία
η1) работа, дело; занятие, деятельность;χειρωνακτική (διανοητική) εργασί — физическая (умственнная) работа;
κοινωνική εργασία — общественная работа;
γεωργικές εργασίες — сельскохозяйственные работы;
έχω πολλή εργασία — у меня много работы, дел;
οι εργασίες της εταιρίας επεκτάθηκαν — компания расширила
свою деятельность;2) служба, работа;μισθωτή εργασία — работа по найму;
πηγαίνω στην εργασία — ходить на работу;
ψάχνω να βρώ εργασία — искать работу;
3) работа, профессия;ποια είναι η εργασία σου; — ты чем занимаешься?, кем ты работаешь? 4) работа, труд;
σύμβαση εργασίας — трудовое соглашение;
παραγωγικότητα της εργασίας — производительность труда;
έχει πολλή εργασία αυτό — это требует большой работы, большого труда;
παίρνει ακριβά γιά την εργασία αυτή — он берёт дорого за эту работу;
5) работа, произведение;χειροποίητη εργασία — ручная работа;
καλλιτεχνική (λεπτή) εργασία — искусная (тонкая) работа;
πτυχιακή εργασία — дипломная работа;
6) работа, действие, функционирование (человека, коллектива);έχω εργασία — быть занятым; — иметь нагрузку;
7) πλ. работа; деятельность;οι εργασίες της τράπεζας — работа банка;
οι εργασίες της (συν)διασκέψεως — работа конференции;
κύκλος εργασίών — цикл работ
-
58 ζωδιακός
η, ό[ν] астр. зодиакальный;ζωδιακός κύκλος — зодиак
-
59 φαύλος
η, ο[ν] 1. развращённый, испорченный; подлый;§ φαύλος κύκλος — порочный, заколдованный круг;
2. (ο) подлец, мерзавец, негодяй
См. также в других словарях:
κύκλος — ring masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… … Dictionary of Greek
κύκλος — ο 1. καμπύλη κλειστή γραμμή που κάθε σημείο της απέχει εξίσου από το κέντρο. 2. η επίπεδη επιφάνεια που περικλείνεται από την παραπάνω καμπύλη κλειστή γραμμή. 3. σειρά περιοδικών φαινομένων ή σύνολο συναφών πραγμάτων ή γεγονότων: Άρχισε νέος… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κάθετος κύκλος — (Αστρον.). Μεγάλος κύκλος της ουράνιας σφαίρας, που είναι κάθετος στον ορίζοντα και περνά από το ζενίθ ενός τόπου. Ονομάζεται και κατακόρυφος κύκλος … Dictionary of Greek
ωριαίος κύκλος — Ο μέγιστος κύκλος της ουράνιας σφαίρας, που διέρχεται από τους δύο πόλους, με τον ίδιο τρόπο, που και οι μεσημβρινοί της Γης διέρχονται από τους πόλους της. Eίναι κάθετος προς τον ουράνιο ισημερινό. Κάθε αστέρας έχει τον ωριαίο κύκλο του, ο… … Dictionary of Greek
Επικός Κύκλος — Der Epische Zyklus oder Epische Kyklos (griechisch Ἐπικὸς Κύκλος), ein antiker Begriff, war eine Sammlung von altgriechischen Ependichtungen, die von der Geschichte des Trojanischen Krieges erzählten. Sie umfasste die Kypria, Aithiopis, Kleine… … Deutsch Wikipedia
αζιμουθιακός κύκλος — (Αστρον.). Γεωδαιτικό όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση οριζόντιων γωνιών (αζιμούθια). Οι γωνίες καθορίζονται από το σημείο στάσης του οργάνου και από δύο σημεία του εδάφους. Το όργανο αποτελείται από δύο κύρια μέρη, τη σκοπευτική διόπτρα … Dictionary of Greek
γεωλογικός κύκλος — Ένας κύκλος γεωλογικών φαινομένων που αφορούν την εξέλιξη των πετρωμάτων και τη συνεχή μετατροπή τους στον χρόνο. Ένα πέτρωμα οποιασδήποτε προέλευσης που βρίσκεται στην επιφάνεια της Γης διαβρώνεται συνεχώς από τις εξωγενείς δυνάμεις και… … Dictionary of Greek
εγγεγραμμένος κύκλος — Ο κύκλος που εφάπτεται σε όλες τις πλευρές ενός πολυγώνου. Στην περίπτωση του τριγώνου, το κέντρο του ε.κ. είναι το σημείο τομής των διχοτόμων … Dictionary of Greek
επικός ελληνικός κύκλος — Σύνολο επικών ποιημάτων, τα οποία αφηγούνται σε μια διαδοχική σειρά γεγονότων, με κεντρικά στοιχεία την Ιλιάδα και την Οδύσσεια του Ομήρου, ολόκληρο τον θρύλο του Τρωικού πολέμου, από τη σύζευξη του Ουρανού με τη Γη έως τον φόνο του Οδυσσέα από… … Dictionary of Greek
οικονομικός κύκλος — Σειρά εναλλασσόμενων φάσεων ανάπτυξης και συστολής της οικονομικής δραστηριότητας από άποψη κέρδους και απασχόλησης. Για πρώτη φορά στην οικονομική φιλολογία διατύπωσε σκέψεις σχετικά με τον ο.κ., το 1828, ο Ουίλαρντ Φίλιπς· μόνο όμως το 1860… … Dictionary of Greek